Διάβασα το καλομεταφρασμένο από την έμπειρη Ρένα Χατχούτ βιβλίο της Πόλα Φοξ (1923-2017) δύο φορές απανωτά. Δεν θυμάμαι να μου ‘χει ξανασυμβεί αυτό, τουλάχιστον πρόσφατα. Θα το διάβαζα ευχαρίστως και τρίτη αλλά του δίνω ένα χρονικό περιθώριο. Φυσικά αναρωτιέμαι γιατί, και μάλιστα με μια συγγραφέα άγνωστή μου ως χθες. Στην πατρίδα της, παρά τα έξι πετυχημένα μυθιστορήματα και τα δεκάδες παιδικά της, η Φοξ παρέμεινε στο ημίφως επί δεκαετίες, τουλάχιστον μέχρις ότου την αποκαταστήσει στο βάθρο της ο Τζόναθαν Φράνζεν στη στροφή της χιλιετίας. Από τον παραδειγματικό πρόλογό του μαθαίνουμε για τους διαρκώς εξελισσόμενους προβληματισμούς του ως προς το βιβλίο που το είχε ήδη διαβάσει πέντε-έξι φορές. Ο ίδιος δεν διστάζει να δηλώσει πως όταν το πρωτοδιάβασε του φάνηκε ανώτερο από οτιδήποτε είχε γράψει ο Απντάικ, ο Ροθ ή ο Μέιλερ. Επομένως αμαρτίαν ουκ έχω… Μόνο που φοβάμαι ότι σύντομα δεν θα υπάρχει στο αντίτυπό μου φράση χωρίς υπογράμμιση.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ