Από την ατζέντα των θεμάτων που έθιξαν κατά καιρούς οι «Απαράδεκτοι» πέρασαν πολλά ζητήματα που απασχόλησαν και συνεχίζουν να απασχολούν τον δημόσιο διάλογο με πολλές περιστάσεις. Ο θεσμός των καλλιστείων, οι εθνικιστικές κορόνες με αφορμή το μακεδονικό ζήτημα (φούντωνε στην εποχή της σειράς), η μανία της Γιουροβίζιον (προφήτευσαν τον δίγλωσσο στίχο που θα ακολουθούσαν στο μέλλον οι εθνικές μας αποστολές στον διαγωνισμό με το χιουμοριστικό άσμα «Oh yes, σ’ είδα στο Σύνταγμα προχθές, oh no, από την πόρτα σου περνώου»), η ψευδοανωτερότητα της εκλεπτυσμένης τέχνης και κουλτούρας (ξεκαρδιστικό το επεισόδιο με τον Κωνσταντέν της Γκαλερί Φάλαινα και τον γλύπτη Βαρόγκα), την οικολογία και τον βιγκανισμό, τα γκουρμέ εστιατόρια, μέχρι και τις εκλογές (το περίφημο κόμμα ΚΟΛΑΝ ή αλλιώς Κόμμα Λαϊκής Νοοτροπίας όπου ο καθένας θα λέει ελεύθερα την άποψή του ήταν μια ωραία πρόταση για το Κοινοβούλιο) και την αστυνομική βία (χαρακτηριστική η ατάκα του αστυνομικού «όπως ο άλλος πληρώνεται για να φτιάχνει παπούτσια, εγώ πληρώνομαι για να δέρνω, κουνήθηκες κύριε, θα σε βαρέσω, αν δεν κουνήθηκες, πάλι θα σε βαρέσω αν γουστάρω»).

Ολες αυτές βέβαια οι αναφορές δεν θα μπορούσαν να γίνουν με το γάντι. Γι’ αυτό και αρκετές φορές το σενάριο της Δήμητρας Παπαδοπούλου δεν μπορούσε να ήταν πολιτικώς ορθό. Δεν έπρεπε κιόλας, αφού η προσχηματική αυτή κατάσταση στην εποχή της πηγαίας ωμής κωμωδίας δεν υπήρχε καν. Ετσι γεννήθηκαν μεγάλες ατάκες που μνημονεύονται μέχρι σήμερα. Οπως «η Παπαρήγα η καλή», η κωδική φράση που είχαν δώσει στις ταινίες πορνό όταν τις δανείζονταν από το video club (σύμπτωμα της εποχής) κι έφερε το αμήχανο σχόλιο του Σπύρου για τον Μητσοτάκη που του αντιπρότειναν «Οχι Μητσοτάκης, δεν μπορώ να το διακινδυνεύσω, πολύ βιτσιόζικο θα μου βγει». Συνεχίζοντας σε ερωτικούς τόνους, η Δήμητρα Παπαδοπούλου ομολογεί για τον σύντροφό της πως στο παρελθόν «Παλλόμουνα! Καρακαταπαλλόμουνα!», αντλώντας έμπνευση από τα αγαπημένα της Αρλεκιν. Ξεκάθαρο πολιτικό σχόλιο ήταν και η ατάκα του Σπύρου Παπαδόπουλου «Ομως εμάς δεν μας ενδιαφέρει ο υπαρκτός σοσιαλισμός, μας ενδιαφέρει ο ανύπαρκτος». Βέβαια, η πιο χαρακτηριστική του αντίδραση σε όλα τα περίεργα που συνέβαιναν γύρω του ήταν το «Τι έγινε, ρε παιδιά;» γυρνώντας πάντα να κοιτάξει την κάμερα. Αντίστοιχα και η αγαπημένη έκφραση του Βλάση Μπονάτσου ήταν το «Πάρα πολύ ωραία» υψώνοντας τη συχνότητα της φωνής του.