Βρισκόμαστε πια σχεδόν δύο χρόνια σε πανδημία. Ολο αυτό το διάστημα η διαχείρισή της, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, είχε πετυχημένες και αποτυχημένες στιγμές. Αυτό που διαφοροποιούσε τις πρώτες από τις δεύτερες ήταν η πολυφωνία των ιθυνόντων: τις φορές εκείνες που το μήνυμα ήταν ενιαίο και έβγαινε τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τους επιστήμονες έφτανε ισχυρό μέχρι την κοινωνία, η οποία ακολουθούσε πιστά τις οδηγίες για την προστασία της. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση το μήνυμα έπεφτε στο κενό ή γινόταν αντικείμενο μικροκομματικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις.
Η συζήτηση για τα υποχρεωτικά rapid tests που αφορούν ακόμα και τους εμβολιασμένους για την παραμονή της Πρωτοχρονιάς έγινε δημόσια και η ανατροπή μιας φαινομενικά ειλημμένης απόφασης από τα πλέον επίσημα χείλη δημιούργησε την αίσθηση πως οι πολιτικές αποφάσεις διαφοροποιούνται από τις εισηγήσεις των επιστημόνων. Η ίδια πολυφωνία που το προηγούμενο διάστημα πολλές φορές έγινε βραχνάς έκανε και πάλι την εμφάνισή της, μπερδεύοντας όσους παρακολουθούν με ανησυχία την εξάπλωση της μετάλλαξης Ομικρον και αγωνιούν αφενός για την υγεία τους και την υγεία των δικών τους ανθρώπων και αφετέρου για τον κλάδο του εμπορίου που περιμένει την περίοδο των γιορτών για να μειώσει το έλλειμμα της χρονιάς.
Η πανδημία δεν αντιμετωπίζεται με επικοινωνία ή πολιτικό βουητό. Βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη καμπή, στη στροφή που θα κρίνει την πορεία του επόμενου χρόνου. Είναι ίσως πιο αναγκαίο από ποτέ να περιοριστεί η πολυφωνία γύρω από τα μέτρα ασφαλείας, όποια κι αν είναι αυτά. Με αυτόν τον τρόπο κανείς δεν θα μπερδεύεται ούτε θα εκτίθεται.