Ιστορία πρώτη: «Οταν ξένοι διπλωμάτες ζητούν από τον γραμματέα Οικονομικών του 31ου αμερικανού προέδρου, Herbert Clark Hoover, να επισκεφθούν την εθνική πινακοθήκη της χώρας, ο Andrew Mellon (σ.σ.: πολιτικός και τραπεζίτης) αισθάνεται πραγματικά άσχημα και συνειδητοποιεί την ανάγκη δημιουργίας ενός τέτοιου πολιτιστικού φορέα. Παραχωρεί μάλιστα την προσωπική του συλλογή ως βάση ίδρυσης αυτού».

Ιστορία δεύτερη: Τον περασμένο Μάρτιο η Γαλλική Δημοκρατία παραχωρεί για ένα έτος στο ελληνικό Κοινοβούλιο έναν μεγάλο τοιχοτάπητα του 18ου αιώνα με θέμα «Η Σχολή των Αθηνών». «Το σπουδαίο κειμήλιο, το οποίο υφάνθηκε στο περίφημο εργοστάσιο Γκομπλέν, εμπνευσμένο από τη διάσημη τοιχογραφία του αναγεννησιακού ζωγράφου Ραφαήλ που κοσμεί το Αποστολικό Παλάτι στο Βατικανό, αποτελεί μέρος του διακόσμου της επίσημης κατοικίας του Προέδρου της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης».

Τα στιγμιότυπα από τη μεγάλη ιστορία των μουσείων θυμίζει ο δημοσιογράφος Κώστας Λασκαράτος στο βιβλίο του «Πολιτισμός και εξωστρέφεια» (εκδ. Σιδέρη), που κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες (πρόλογος Katherine E. Fleming, πρύτανης Πανεπιστημίου Νέας Υόρκης, επιμύθιο Αγγελος Χανιώτης, καθηγητής Πανεπιστημίου Princeton). Ο υπότιτλος δηλωτικός από μόνος του: «Ο ρόλος των μουσείων και άλλων πολιτισμικών φορέων στην Πολιτιστική Διπλωματία και τη διεθνή αλληλοκατανόηση». Ο συγγραφέας περιγράφει αρχικά τη λεγόμενη διπλωματία του πολιτισμού με τις διάφορες παραμέτρους της (εικόνα ενός κράτους, franchising και catering μουσείων, τολμηρές εκθέσεις, όπως για τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα), καθώς και τον πολιτισμικό διάλογο ανάμεσα σε κράτη. Στη συνέχεια επιλέγει τα εξής ελληνικά μουσεία ως case studies: Ακροπόλεως, Βεργίνας, Βυζαντινό και Χριστιανικό Αθηνών, ΕΜΣΤ, Ολοκαυτώματος Θεσσαλονίκης. Ξεχωριστά μελετά και το Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Εκτός από την αναζήτηση στοιχείων εξωστρέφειας κάθε Ιδρύματος, απαντώνται ερωτήματα όπως: «Μπορεί κάθε μουσείο να παίξει τον ίδιο ρόλο στον τομέα της πολιτιστικής πολιτικής;», «Το αντικείμενο και τα εκθέματά του αποτελούν συνθήκες ικανές να επηρεάσουν την εμπλοκή του στο επίπεδο της διεθνούς αλληλοκατανόησης;», «Καταβάλλουν όλα την ίδια προσπάθεια για να συνεισφέρουν στον πολιτιστικό διάλογο;». Ως το τέλος διαφαίνονται ορισμένα σχετικά πορίσματα. «Η ταμπέλα “μουσείο” δεν δημιουργεί απαραιτήτως κοινές υποχρεώσεις σε κάθε Ιδρυμα» σημειώνει ο Κ. Λασκαράτος. Και αλλού: «Καθίσταται σαφές πως δεν υφίσταται μέχρι σήμερα ένα εθνικό σχέδιο, που να θέτει στόχους για συγκεκριμένα οφέλη τα οποία μπορεί να αποκομίσει ο τόπος από την πολιτιστική δυναμική του. Πολύ περισσότερο, δεν προκύπτει… μια σταθερή, συγκροτημένη και ενιαία εθνική γραμμή για τον ρόλο που πρέπει να επιτελέσουν τα μουσεία στη σημερινή ελληνική κοινωνία, τους πολιτιστικούς διαλόγους τους οποίους μπορούν να ενεργοποιήσουν, αλλά και τη συμβολή τους σε εθνικές διεκδικήσεις ή στη διεθνή αλληλοκατανόηση».