Κάθε μία από τις 17 γυναικοκτονίες που σημειώθηκαν φέτος ήταν μια μαχαιριά στην καρδιά που πόνεσε ακόμα περισσότερο όταν, εκ των υστέρων, γινόταν γνωστό ότι ο θύτης είχε κακοποιητικό ιστορικό αλλά παρ’ όλ’ αυτά κυκλοφορούσε ελεύθερος ή ότι το θύμα είχε προσπαθήσει να εκπέμψει σήμα κινδύνου ανεπιτυχώς. Με το δεδομένο ότι ακόμα και ένας αστυνομικός σε κάθε σπίτι δεν θα αρκούσε για να αποτρέψει το κακό, το μόνο παρήγορο είναι ότι, σε αντίθεση με το παρελθόν, η συζήτηση σπανίως εστιάζει πλέον στο «γιατί» έγινε ένα τέτοιο έγκλημα, με τις λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής του θύματος να αναλύονται στον αέρα τηλεοπτικών εκπομπών με τρόπο ηδονοβλεπτικό και υπό το πρίσμα του «τι» είχε κάνει το θύμα για να προκαλέσει την οργή του νυν ή πρώην συντρόφου που τη σκότωσε. Το γεγονός ότι καταφέραμε να στρέψουμε τον φακό στο πρόσωπο του θύτη, είναι μια αρχή που μας επιτρέπει να ελπίζουμε ότι στο μέλλον, κάποιες γυναίκες από όσες ακόμα κινδυνεύουν σήμερα μέσα στα ίδια τους τα σπίτια, δεν θα γίνουν είδηση, ότι δεν θα μείνουν άλλα παιδιά χωρίς μάνα και πατέρα επειδή κάποιος άνδρας «ζήλεψε» και ότι ίσως οι επόμενες γενιές – γυναικών και ανδρών – να τα πάνε κάπως καλύτερα ως προς την αξία που θα αποδίδουν στη γυναίκα στην οποία δεν θα συμπεριφέρονται με αντίληψη ιδιοκτησιακή, ως ένα οικόπεδο που «δικό μου είναι, του βάζω φωτιά και το καίω» αλλά ως έναν άνθρωπο άξιο αγάπης και σεβασμού.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ