Το καλοκαίρι του 2015, επτά χρόνια παρά έξι μήνες πριν από σήμερα, στο skype μεταξύ Αθήνας και Εδιμβούργου εξελισσόταν μια πολύ σοβαρή συζήτηση. «Εχεις συνειδητοποιήσει πως είμαστε οι τελευταίοι που θυμόμαστε πραγματικά τις δραχμές;», ρωτούσε η μια. «Κάπου έχω κρατήσει μερικά κατοστάρικα σε κέρματα και ένα πεντοχίλιαρο. Λες να τα χρειαστούμε;», έλεγε η άλλη. Κι αλήθεια, ποιοι μπορούν να πουν καλύτερα πως θυμούνται εκείνη την τελευταία αισιόδοξη μετάβαση; Μόνο εκείνοι που από τη μια μέρα στην άλλη είδαν το βιβλίο των μαθηματικών να αλλάζει και άκουσαν τους δασκάλους τους να εξηγούν γιατί από εδώ και πέρα θα λύνουν προβλήματα με μικρότερους αριθμούς. Είκοσι χρόνια πριν, για ένα παιδί του δημοτικού τα λεφτά από τα κάλαντα δεν είχαν τόσο ενδιαφέρον όσο τα γυαλιστερά, ολοκαίνουργια νομίσματα που πουλούσαν οι τράπεζες «για γνωριμία» και ήρθαν σε διάφανο, πλαστικό σακουλάκι – ένα από αυτά βρίσκεται ακόμα άθικτο στο συρτάρι με τα διάφορα σημαντικά πράγματα που κανείς δεν ανοίγει. Ακόμα κλειστό, ακόμα πεντακάθαρο, δεν σκίστηκε ούτε εκείνες τις (μπόλικες) στιγμές που κάποιος μέσα στο σπίτι έψαχνε τελευταία στιγμή φιλοδώρημα για τον ντελιβερά. Είκοσι χρόνια πριν, οι δραχμές μπήκαν για πρώτη φορά σε δεύτερη μοίρα και δεν επέστρεψαν ποτέ, παρά μόνο ως εφιαλτική φαντασίωση εκείνους τους μήνες που η συζήτηση για «ντου» στο Νομισματοκοπείο γινόταν στα σοβαρά. Αλλες ανταλλάχθηκαν, άλλες έμειναν καταχωνιασμένες και χάθηκαν σε κάποια εκκαθάριση, μερικές πουλιούνται σε συλλέκτες για ένα ή δύο ευρώ σε ανοιχτές αγορές στο Παρίσι και το Βερολίνο, πλάι σε επίσης συνταξιοδοτημένα φράγκα και μάρκα.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ