Διαβάζω ότι «εκοιμήθη» ο αρνητής των εμβολιασμών μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας, Κοσμάς. Ο ευφημισμός «εκοιμήθη», είναι δάνειος από την εκκλησιαστική γλώσσα. Στην εκκλησιαστική διάλεκτο, οι τεθνεώτες «κοιμούνται» αφού μια ημέρα, στη Δευτέρα Παρουσία, θα ξυπνήσουν για να πάρουν τη θέση τους πλάι στον Θεό.

Προφανώς, η Εκκλησία δικαιούται να χρησιμοποιεί το ιδιόλεκτό της, για την Εκκλησία όταν χάνεται ένας λειτουργός της «κοιμάται». Αλλά για ποιον λόγο ο Τύπος να υιοθετεί την εκκλησιαστική γλώσσα; Η καθομιλούμενη κοινή γλώσσα στη χώρα δεν έχει, δεν μπορεί να έχει σχέση με τις εκκλησιαστικές μεταφορές και τις συμβολικές εξαπλουστεύσεις της θρησκείας.

Αλλά ο Τύπος ασχολείται με τα δημόσια πράγματα, με τις υποθέσεις της Πολιτείας. Και για την Πολιτεία, όταν κάποιος πεθαίνει, πάει και τελείωσε. Ούτε κοιμάται, ούτε τίποτα.

Είναι ο θάνατος φοβερό πράγμα, βέβαια, και πολλοί δυσκολεύονται να το πουν με το όνομά του. Γι’ αυτό, συχνότατα, η ιδιόλεκτος των ΜΜΕ χρησιμοποιεί τον ευφημισμό «έφυγε». Οταν πεθαίνει κάποιος, φεύγει. Πού πάει; Εις τας αιωνίους μονάς, στα τάρταρα, «στη γειτονιά των αγγέλων» ή στον αγύριστο. Αλλά υπάρχει μια ικανοποίηση διότι δεν πεθαίνει αλλά «φεύγει». Κι αυτό πολλοί νομίζουν ότι ξορκίζει το κακό.

Αλλ’ όπως έγραφε ο αυτόχειρ ποιητής Τσέζαρε Παβέζε «ο θάνατος έχει ένα βλέμμα για όλους». Κι αυτό που έχει σημασία όταν πεθαίνουμε δεν είναι αν είμαστε κεκοιμημένοι αλλά τι κάναμε όσο ήμασταν ξύπνιοι – συγγνώμη, όσο ήμασταν ζωντανοί.