Από τους πρώτους μουσικούς- αξιωματικούς που ζωγράφιζε επηρεασμένος από τον αρχιμουσικό του στρατού πατέρα του (και ο ίδιος σπούδασε βιολί στο Ωδείο Αθηνών) ως τις χαρακτηριστικές πληθωρικές φιγούρες του στην ουσία του το όραμα του Αλέκου Φασιανού έμεινε αμετάβλητο. Αντιστάθηκε στην αφηρημένη ζωγραφική όταν βρέθηκε στο Παρίσι και επέμενε να μεταφέρει στα έργα του την Ελλάδα που κουβαλούσε μέσα του, γεγονός που τον έκανε εν τέλει να ξεχωρίσει.  Το υπηρέτησε με περισσή συνέπεια σε ολόκληρη τη διαδρομή του, γεγονός για το οποίο δέχθηκε ουκ ολίγες φορές δριμεία κριτική, καθώς συχνά πυκνά κατηγορούνταν για επανάληψη. «Ας λένε», απαντούσε εκείνος. «Αυτό είναι η τέχνη: η επανάληψη του ιδίου πράγματος. Αυτός είμαι εγώ. Με ευχαριστεί. Τους φαίνονται ίδια επειδή βασίζομαι στον ίδιο μύθο, ο οποίος προέρχεται κυρίως από τις παιδικές και τις νεανικές μου αναμνήσεις. Ο ποιητής Καρούζος είχε γράψει για την πρώτη μου έκθεση στον Ζυγό: “ο βαθύς και παιδικός χειμώνας του Αλέκου Φασιανού”. Είχε δίκιο διότι ό,τι είχα φτιάξει ήταν εμπνευσμένο από την παιδική μου ηλικία». Ο θνητός που επιχείρησε να αποθεώσει τον άνθρωπο και να εξανθρωπίσει θεούς και ήρωες δεν είναι πια εδώ. Στην κληρονομιά του χωρίς αμφιβολία θα καταγραφεί ως ο ζωγράφος που κατάφερε να καταρρίψει την απόσταση που χωρίζει συχνά ένα έργο τέχνης από το ευρύ κοινό και που οι φιγούρες του ταυτίστηκαν με την εικόνα της Ελλάδας επί σειρά ετών στο εξωτερικό. Εκείνο που είναι αμφίβολο είναι αν οι ιστορικοί τέχνης του μέλλοντος θα του κάνουν τη χάρη και θα γράψουν τη φράση που ίδιος ήθελε, όπως έλεγε, δίπλα στο όνομά του: «προσπάθησε, αλλά δεν έφτασε».