Η άφιξη των πρώτων Rafale είναι μια σημαντική στιγμή για την ελληνική Πολεμική Αεροπορία, ένα σημείο καμπής. Δεν αφορά απλώς τα προηγμένα ηλεκτρονικά και οπλικά συστήματα που διαθέτουν τα συγκεκριμένα μαχητικά αεροσκάφη και θα δώσουν σημαντικό πλεονέκτημα στην Ελλάδα, σε μια περίοδο που η κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο συνεχίζει να είναι τεταμένη. Είναι αποτέλεσμα μιας μεγάλης αμυντικής συμφωνίας με τη Γαλλία και τυχαίνει να συμπίπτει με την ανάληψη της προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης από το Παρίσι. Βάζει, επί της ουσίας, τη χώρα στο κέντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων και στέλνει προειδοποιητικό μήνυμα προς την πλευρά της Τουρκίας: η πόρτα του διαλόγου παραμένει ανοιχτή, όπως είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όμως ο διάλογος δεν βασίζεται στις απειλές.
Ο εκσυγχρονισμός του ελληνικού αμυντικού συστήματος είναι μια εθνική στρατηγική, απαραίτητη επιλογή, λόγω και της επιθετικής πολιτικής που ασκεί η Αγκυρα. Γι’ αυτό είναι ανάγκη το εξοπλιστικό πρόγραμμα να υλοποιηθεί αμέσως, χωρίς πισωγυρίσματα, ώστε η Ελλάδα να μη χάσει τη δυναμική που έχει αποκτήσει και να συμβάλει στη σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής. Η ταχύτητα, ωστόσο, δεν ισοδυναμεί με την προχειρότητα: η χώρα έχει πληρώσει πολύ βαρύ τίμημα άστοχων κινήσεων, τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο, στο παρελθόν. Γι’ αυτόν τον λόγο, αλλά και εξαιτίας των αλλεπάλληλων κρίσεων, χρειάστηκε να περάσουν δεκαπέντε χρόνια από την τελευταία φορά που αναβαθμίστηκε ο αμυντικός εξοπλισμός. Δεν υπάρχει περιθώριο για παρόμοιες καθυστερήσεις.
Κάθε κίνηση, κάθε επόμενο βήμα, βέβαια, πρέπει να γίνεται προσεκτικά και συντεταγμένα, όπως αρμόζει σε μια ευρωπαϊκή χώρα. Μόνο έτσι εκτιμάται πλήρως η σημασία της επένδυσης.