«Μονάχα που εμείς τότε, άγουροι έφηβοι, αντράκια με μακριά μαλλιά και φαρδιές καμπάνες», σημειώνω μεταξύ άλλων σε ένα παλαιότερο κείμενό μου, δημοσιευμένο πρώτη φορά στην αλήστου μνήμης Ελευθεροτυπία τον Σεπτέμβριο του 2000, «βιώναμε τη δικτατορία ως στέρηση, βιώναμε τη δικτατορία ως τροχοπέδη. Δεν είχαμε σχηματίσει σαφή αντίληψη ως προς τι ακριβώς μας στερούσε και ως προς τι ακριβώς μας εμπόδιζε (κυρίως οι βλαστοί συντηρητικών οικογενειών, όπως ο υποφαινόμενος, οι ανεγκλιμάτιστοι με τις προδικτατορικές προοδευτικές παραδόσεις), αλλά γνωρίζαμε πως την ευλογημένη ημέρα που θα γκρεμιστεί η επάρατος – ίσως σε δέκα χρόνια, ίσως και σε πενήντα – θα εφορμήσουμε ακάθεκτοι στις απαγορευμένες οπώρες, θα διαβάσουμε ό,τι δεν μας επιτρέπουν να διαβάσουμε, θα τραγουδήσουμε ό,τι μας παρακωλύουν να τραγουδήσουμε και θα τοιχοκολλήσουμε ό,τι διά ροπάλου μάς αποτρέπουν να τοιχοκολλήσουμε. Εδώ μπορούμε ήδη να εντοπίσουμε τη ρίζα της αυριανής μας αμετροέπειας. Δίχως ενδιάμεσο σταθμό, θα περάσουμε από την ανορεξία στη βουλιμία».
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ