Στην ειδησεογραφία και στις σχετικές αναλύσεις για το Ταμείο Ανάκαμψης κυριάρχησε – εν πολλοίς δικαιολογημένα – το μέγεθος της πρόσθετης χρηματοδότησης που εξασφαλίζει και οι αναμενόμενες σημαντικές θετικές επιπτώσεις σε μια σειρά από δημοσιονομικά μεγέθη των ωφελούμενων κρατών-μελών. Αυτό είχε σαν συνέπεια την de facto υποτίμηση της πολιτικής σημασίας που έχει η εισαγωγή αυτού του μηχανισμού για τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, που κατά την εκτίμησή μας, θα αποδειχθεί μεγαλύτερη από την οικονομική.
Κατ’ αρχάς, η δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης προκαλεί μια πρωτόγνωρη αύξηση, σχεδόν διπλασιασμό, του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης, πράγμα που ήταν αδιανόητο πριν από την κρίση της πανδημίας. Το δεύτερο εξίσου σημαντικό χαρακτηριστικό είναι ότι η αύξηση αυτή θα προέλθει από δανεισμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, δηλαδή από ανάληψη, για πρώτη φορά, αμοιβαίου χρέους. Η ανάγκη δε εξυπηρέτησης αυτού του δανείου οδηγεί σε θέσπιση νέων ιδίων πόρων του ενωσιακού προϋπολογισμού, δηλαδή νέων πηγών εσόδων, που μάλιστα θα έχουν ως αποδέκτη απευθείας την ΕΕ και δεν θα στηρίζονται σε συνεισφορές των κρατών-μελών, στις οποίες στηρίζεται σήμερα κατά κύριο λόγο ο προϋπολογισμός της ΕΕ. Πρόκειται για τρεις πολύ σημαντικές εξελίξεις στα ευρωπαϊκά πράγματα, που σπάζουν τα επί δεκαετίες εδραιωμένα «ταμπού» και στρώνουν τον δρόμο για τη δημοσιονομική ένωση και, συνακόλουθα, για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Η πολιτική σημασία του Ταμείου Ανάκαμψης συμπληρώνεται από το γεγονός ότι για πρώτη φορά μια τέτοιου είδους και ύψους παρέμβαση αφορά συμμετρικά όλα τα κράτη-μέλη και όλους τους πολίτες της Ενωσης, αποτελώντας, όπως σημείωσε ο Martin Wolf, «μια τρομερά ισχυρή δήλωση κοινής βούλησης για αλληλεγγύη και αναγνώρισης ενός συλλογικού συμφέροντος που υπερβαίνει τα στενά εθνικά όρια».
Ο Αλέκος Κρητικός είναι πρώην ΓΓ ΥΠΕΣ, πρώην ΓΓ Βιομηχανίας