Πέραν των τακτικών πόρων που θα λάβουμε από τον προσφάτως ψηφισθέντα – και πλέον γενναιόδωρο από την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ενωσης – ενωσιακό προϋπολογισμό, εντός των επόμενων ετών η Ελλάδα πρόκειται να επωφεληθεί και από την έκτακτη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Το Ταμείο, το οποίο αποτελεί το ενωσιακό εργαλείο αντιμετώπισης των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης της Covid-19, αναμένεται να παράσχει στα κράτη μέλη επιχορηγήσεις και δάνεια, με τους πόρους του να προέρχονται από δανεισμό της ίδιας της Ενωσης από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Ενώ η χώρα μας αναμένεται να αντλήσει από το Ταμείο Ανάκαμψης περίπου 30 δισ. ευρώ, η χρηματοδότηση αυτή συνοδεύεται από μια σειρά προκλήσεων, εξωγενών αλλά και ενδογενών.
Η πρώτη κατηγορία προκλήσεων συνδέεται με την ίδια τη σύσταση και λειτουργία του Ταμείου Ανάκαμψης, με αποτέλεσμα να εκφεύγει του άμεσου ελέγχου μας και να κατατάσσεται στα μη εφ’ ημίν. Τη βασικότερη εξωγενή πρόκληση αποτελεί σήμερα η προσφυγή που εκκρεμεί ενώπιον του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου και στρέφεται εναντίον της γερμανικής έγκρισης της εξουσιοδότησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να δανειστεί από τις αγορές για τη χρηματοδότηση του Ταμείου. Δεδομένου ότι η νομική ισχύς της εξουσιοδότησης αυτής προϋποθέτει ομόφωνη απόφαση των Κοινοβουλίων των κρατών μελών, τυχόν απόρριψη της γερμανικής έγκρισης ως αντισυνταγματικής θα αρκούσε για να θέσει συνολικά εν αμφιβόλω το ενωσιακό εγχείρημα.
Εκτός, όμως, από εξωγενείς υφίστανται και ενδογενείς προκλήσεις, η έκβαση των οποίων εξαρτάται άμεσα από τους εσωτερικούς μας χειρισμούς. Οι προκλήσεις αυτές άπτονται, αφενός, της λήψης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, η οποία είναι συνυφασμένη με την υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που συμπεριελήφθησαν στο εθνικό μας σχέδιο ανάκαμψης και εγκρίθηκαν από τους ενωσιακούς θεσμούς τον περασμένο Ιούλιο. Αφετέρου, της απορρόφησης της ενωσιακής χρηματοδότησης και της αποτελεσματικότερης δυνατής διοχέτευσής της στην ελληνική αγορά, προκειμένου να ενισχυθεί η πραγματική οικονομία και να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για τη σταδιακή στροφή της Ελλάδας προς ένα νέο οικονομικό μοντέλο.
Η Κωνσταντίνα Γεωργάκη είναι λέκτορας Ευρωπαϊκού και Συνταγματικού Δικαίου (Κολλέγια Mansfield και St Catherine’s, Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης)