Η προγραμματισμένη εισροή ευρωπαϊκών πόρων, κυρίως μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, αναμένεται να ενισχύσει σημαντικά τους ρυθμούς μεγέθυνσης της οικονομίας. Την περυσινή ύφεση 9% φαίνεται πως μπορεί να ακολουθήσει ισχυρή φετινή ανάκαμψη, λίγο μικρότερη, και στην επόμενη τριετία ετήσιοι ρυθμοί πραγματικής μεγέθυνσης περί το 3-4%. Στο διάστημα αυτό, συμβάλλουν θετικά η σταδιακή μείωση ανεργίας και επενδυτικού κενού, η διατήρηση των επιτοκίων χαμηλά και η ανάκαμψη της ζήτησης διεθνώς. Καθώς, όμως, θα επουλώνεται το πλήγμα της πανδημίας, τα ζητήματα που αφορούν τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας έρχονται στο προσκήνιο.
Κατά τη δεκαετή κρίση, η ασθενής χρηματοδότηση ήταν κρισιμότατος παράγοντας της ύφεσης, όχι όμως η πηγή του προβλήματος. Πέρα από τη δημοσιονομική προσαρμογή, η έλλειψη σαφούς κατεύθυνσης και η ακραία αβεβαιότητα απομάκρυναν επενδύσεις και ανθρώπινο κεφάλαιο. Αλλωστε, σημαντικού ύψους εισροή ευρωπαϊκών πόρων στην ελληνική οικονομία υπάρχει για δεκαετίες, ενώ μεγάλα ποσά εισέρρευσαν τα πρώτα χρόνια της νομισματικής ένωσης, αυξάνοντας το δημόσιο χρέος. Ταυτόχρονα, το πρόβλημα στην παραγωγή δεν ήταν τόσο στον δανεισμό όσο στα ίδια κεφάλαια.
Πλέον, το ερώτημα είναι σε αυτό το παράθυρο ευκαιρίας, αν η χρηματοδότηση και οι συνολικές αποφάσεις πολιτικής θα υποστηρίξουν την αναγκαία στροφή παραγωγικού υποδείγματος προς εξωστρέφεια ή αν θα ενδυναμώσουν την υφιστάμενη δομή της οικονομίας, με παροδική μόνο επίδραση στα εισοδήματα.
Ο Νίκος Βέττας είναι γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών