«Οταν έγινα τεσσάρω πέντε χρονώ το 1909, έτυχε να είμαι πρώιμο στην ανάπτυξη, και τότε δε λογάριαζαν ηλικία. Με έστειλε ο πατέρας μου στο σχολειό. Αγάπησα τα γράμματα. Τότες τα μικρά παιδάκια φοράγανε ποδιές. Από αλατζά η ποδιά. Αλατζάδες υπήρχαν τότε και τα ντρίλια. Ο δάσκαλός μας κύριος Τσαγγούρος ήτανε πολύ αυστηρός. Ομως εμένα με είχε πάρει από καλό γιατί μάθαινα. Σ’ αυτόν πολλά χρεωστώ. Εβγαλα μαζί του δυο χρονιές και τις δυο ακόμη τάξεις τις έβγαλα με δάσκαλο έναν πατριώτη μου Φραγκοσυριανό, τον κύριο Πρίντεζη. Ο Τσαγγούρος ήταν αυστηρότατος. Εμένα μ’ αγαπούσε, ήμουν καλός μαθητής. Μου φερόταν καλά. Αμα ήξερα το μάθημά μου τι άλλο ήθελε; Δεν ήθελε τίποτες άλλο από μένα, ούτε ήμουνα παλιόπαιδο. Αυτόν τον πειράζανε κιόλα, κι αυτός ξύλο! Τον φωνάζανε τρελλό και άλλα τέτοια. Δεν κοίταζα τέτοια πράματα. Κοίταζα να μάθω γράμματα, ασχέτως ότι έμαθα λίγα.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ