Οταν ο νέος καγκελάριος της Γερμανίας επισκέφθηκε τον Λευκό Οίκο, την περασμένη Δευτέρα, πολλοί ανέμεναν ότι θα «υπέκυπτε» στις πιέσεις και θα ευθυγραμμιζόταν πλήρως με την αμερικανική γραμμή στο Ουκρανικό και απέναντι στη Ρωσία. Ακόμη κι εκεί, όμως, ακόμη και στην κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Τζο Μπάιντεν, ο Ολαφ Σολτς δεν αναφέρθηκε ευθέως στο θέμα που αποτελεί το μεγάλο «αγκάθι»: Τον αγωγό Nord Stream 2. «Θα τον τελειώσουμε», είπε ο πρόεδρος των ΗΠΑ όταν ρωτήθηκε για τις συνέπειες μιας ρωσικής εισβολής – ο συνομιλητής του, όμως, περιορίστηκε σε μια νέα φραστική ακροβασία: «Μπορείτε να είστε βέβαιοι ότι δεν θα υπάρξουν μέτρα στα οποία θα δράσουμε με διαφορετικό τρόπο», είπε – προκαλώντας νέο γύρο επικρίσεων.
Αρκετοί ισχυρίζονται ότι ο Σολτς μπορεί να μην είναι Γκέρχαρντ Σρέντερ, ακολουθεί όμως προς το παρόν τη γραμμή που επί 16 ολόκληρα χρόνια τήρησε η προκάτοχός του, Ανγκελα Μέρκελ, απέναντι στη Μόσχα και τον Πούτιν, καταφέρνοντας να παραμείνει περίπου ουδέτερη ακόμη και το «καυτό» 2014. Το έτος, δηλαδή, που σφραγίστηκε από την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία και την ντε φάκτο αυτονόμηση των δύο φιλορωσικών περιοχών στο Ντονμπάς της ανατολικής Ουκρανίας – καθώς και από τις κυρώσεις που επέβαλε η Δύση. Προτάσσοντας ταυτόχρονα και κάθε στιγμή (όπως και στην περίπτωση της Τουρκίας) τα συμφέροντα – κυρίως τα οικονομικά – της Γερμανίας, όπου η άποψη που κυριαρχεί είναι πως η Ρωσία αποτελεί πολύτιμο εταίρο, με τον οποίο δεν μπορεί να επέλθει πλήρης ρήξη.
Γιατί, όμως, είναι τόσο σημαντικός για τη Γερμανία και τον Σολτς ο συγκεκριμένος αγωγός, τον οποίο τόσο οι ΗΠΑ όσο και αρκετοί εταίροι της στην Ευρώπη έχουν χαρακτηρίσει «αιχμή του δόρατος» του Πούτιν; Πολύ απλά, επειδή η χώρα έχει βασίσει την οικονομία της και τη μετάβασή της στην εποχή της «πράσινης οικονομίας» στο φυσικό αέριο – και η Gazprom της καλύπτει περίπου το ένα τρίτο των αναγκών της.