To «Adagio molto e cantabile», τρίτο μέρος στην «Ενάτη» του Μπετόβεν, έμενε πάντα πίσω ανοίγοντας τον δρόμο για το αποκορύφωμα που ακολουθεί. Αλλά τον άνοιγε με την αυτοπεποίθηση ενός άριστου δεύτερου που στεφανώνει τον πρωταθλητή. Πιθανότατα δεν θα μάθουμε ποτέ ποιος Μπετόβεν κρυβόταν στο μυαλό του Θεόδωρου Κουρεντζή και ποιον θέλησε να περάσει στο ακροατήριό του κατά τις εμφανίσεις στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (19, 20/2). Πιθανότατα τον ροκ σταρ της κλασικής μουσικής που ενσάρκωσε τις αμφισημίες και τις αντιφάσεις, τους θριάμβους και τις γειώσεις της ανθρώπινης ζωής. Τον συνθέτη που έγραφε δύσκολα – σε σύγκριση, για παράδειγμα, με τον παιγνιώδη Μότσαρτ -, αλλά όταν έφτανε στην έκρηξη του ηφαιστείου ήξερε πώς να διαχειριστεί τη λάβα. Πιθανότατα ο αρχιμουσικός ένιωσε την ανάγκη να προσθέσει λίγο πάθος ακόμη ή να δώσει ήχο στα παραγνωρισμένα μέρη της Συμφωνίας. Στο «Adagio», εν προκειμένω: την ιδανική μουσική συνοδεία για τον απολογισμό μιας ολόκληρης ζωής λίγο πριν από τον τελευταίο σταθμό. Σ’ αυτόν που ο φανταστικός άνθρωπος φτάνει με δάκρυα την ώρα που χαμογελάει. «Εχω το A minor κουαρτέτο [του Μπετόβεν] στο γραμμόφωνο και θεωρώ ότι η μελέτη του δεν τελειώνει ποτέ» έγραφε ο T. S. Eliot στον φίλο του Στίβεν Σπέντερ το 1931. «Θα ήθελα πολύ να αποτυπώσω κάτι από αυτά σε στίχους πριν πεθάνω». Δέκα χρόνια αργότερα έγραψε τα «Τέσσερα κουαρτέτα».
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ