Η εναγώνια κραυγή «Σε τι κόσμο θα φέρουμε τα παιδιά μας;», καθώς και η παραλλαγή της «Σε τι κόσμο φέραμε τα παιδιά μας;», δεν έδιναν πάντοτε τροφή για χλευασμό και ειρωνεία. Πολύ συχνά αποκάλυπταν μια τρομακτική πραγματικότητα: ο κόσμος ήταν ένα εφιαλτικό περιβάλλον για να μεγαλώσει(ς) ένα παιδί, πόσω μάλλον δύο, τρία ή και περισσότερα. Σε κάθε του βήμα ελλόχευαν φοβεροί κίνδυνοι, όπως η ανέχεια, η πείνα ή ο πόλεμος. Από τη μια στιγμή στην άλλη, η ειρηνική γειτονιά σου με τους καλοκάγαθους ανθρώπους μπορούσε να μεταμορφωθεί σε κρανίου τόπο και τα παιδιά, που κανένας δεν τα ρώτησε αν ήθελαν να έρθουν σε αυτό το σφαγείο, ήταν πλήρως απροετοίμαστα για να αντικρίσουν ή, ακόμη χειρότερα, να υποστούν ανάλογες φρικαλεότητες. Συνήθως η αντίδραση των γονέων ήταν να κάνουν όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά, με το μακάβριο σκεπτικό ότι όλο και κάποιο θα επιβιώσει. Το σπαραχτικό ποίημα «Ο βοριάς που τ’ αρνάκια παγώνει» του Γεώργιου Ζαλοκώστα (1805-1858), που σχεδόν όλες και όλοι από τη δική μου γενιά μαθαίναμε να το αποστηθίζουμε στο δημοτικό, περιέγραφε με συμβολικό τρόπο ακριβώς αυτήν την απάνθρωπα υψηλή παιδική θνησιμότητα κατά τις αρχές του 19ου αιώνα: ο βοριάς ήταν ο θάνατος και τ’ αρνάκια ήταν τα παιδάκια. Ο ίδιος ο Ζαλοκώστας, αγωνιστής της επανάστασης του ’21 πέραν των άλλων, είχε αποκτήσει εννέα παιδιά και του είχαν επιζήσει τα δύο. Οσο καλούς, μέτριους ή κακούς στίχους και αν έγραφε, ομιλούσε μετά λόγου γνώσεως. Αβάσταχτα οδυνηρής γνώσεως.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ