ΤΟΥ κ. Θ. ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ
Ο παληατζής είναι ο μεγαλύτερος έμπορος του κόσμου. Τους ξεπερνάει όλους. Γιατί κι ο πιο μεγάλος έμπορος ασχολείται με πέντε, με δέκα, με είκοσι είδη, ενώ αυτός ασχολείται με εκατό, με πεντακόσια, με χίλια, με όλα τα είδη ανεξαιρέτως. Αγοράζει και πουλάει ό,τι βάλει ο νους σου. Τα πάντα. Ρούχα και παπούτσια, μπουκάλια και σιδερικά, καλλιτεχνικούς πίνακες και σπασμένα πιρούνια, μουσικά όργανα και καρεκλοπόδαρα, κουβέρτες και ναργιλέδες, θερμάστρες και ψυγεία, δεκανίκια και χιονοπέδιλα, άμφια και γιαταγάνια. Δεν υπάρχει τίποτα που να μην εμπίπτη στον κύκλον της αρμοδιότητός του και του εμπορίου του. Αρκεί μόνον να πρόκειται για πράγμα παλιό.
Η παλαιότης είναι όρος απαράβατος. Για να έχη ένα πράγμα αξία και ενδιαφέρον για τον παλιατζή, πρέπει απαραιτήτως να είναι παλιό. Πρέπει να φέρη την σφραγίδα της παλαιότητος. Πρέπει να είναι χαλασμένο. Τότε ξεφυτρώνει αυτός και το βγάζει από την αφάνεια. Ομοιος με τον άγγελον της Δευτέρας Παρουσίας, σαλπίζει ανάστασιν σ’ ένα πλήθος πραγμάτων που έχουν πέσει προ πολλού σε αχρηστία και σε νέκρα. Τους εμφυσά ζωή, τα ανακαλεί στην ενέργεια, τους δίνει θέση και τιμή. Την ίδια όμως στιγμή τα υποβάλλει στο χειρότερο εξευτελισμό. Διότι ακριβώς η τιμή που προσφέρει για ένα παληό πράγμα δεν περιποιεί στο τελευταίο καμμία τιμή… Προσφέρει αίφνης για ένα παληό κοστούμι τόσα, όσα δεν φθάνουν για ν’ αγοράσει κανείς τις καναβάτσες και τα κουμπιά…
Κάντε όμως πως ζητάτε ν’ αγοράσετε σεις ένα παρόμοιο κοστούμι από την αποθήκη του! Θα σας ζητήσει τα δεκαπλάσια. Εχει όμως κι ένα δίκηο στο σημείον αυτό, γιατί οι παλάτσες του μένουν αζήτητες όσο να βρεθή αγοραστής.
Η επιμονή του στα παζάρια δεν έχει όρια. Παζαρεύει αγρίως τα διάφορα πράγματα, τα κατηγορεί, τα βρίζει, λέει ότι δεν αξίζουν τίποτα και δεν φεύγει αν δεν τα αποκτήσει. Εσείς τον διώχνετε, μα αυτός δεν το κουνάει και αρχίζει τα παζάρια εκ νέου. Και φωνάζει και διαμαρτύρεται για τις υπερβολικές αξιώσεις σας, όσο που σας καταφέρνει να του αφήσετε το πράγμα σχεδόν δωρεάν…
Συνήθως διεξάγει το εμπόριό του περιπλανώμενος. Γυρίζει στους δρόμους, άλλοτε πεζός και άλλοτε με σούστα και μαζεύει από τις γειτονιές ό,τι παληό βρη. Με τον καιρό, αν οι δουλειές του μεγαλώσουν, σταματά τις περιπλανήσεις κι’ ανοίγει παλιατζήδικο. Είναι τώρα καταστηματάρχης.