Στο Κίεβο, το 2013, οι καμπάνες συναγερμού δεν ακούγονταν πια από τα καμπαναριά αλλά στο Διαδίκτυο, η γωνία του δρόμου είχε αλλάξει σε Facebook, η «ευφράδεια που ξεσήκωνε το πλήθος» (σ.σ.: αναφορά στην περιγραφή του Φλομπέρ για την παρισινή εξέγερση του 1848 στην «Αισθηματική αγωγή») ανήκε σε έναν ερευνητή δημοσιογράφο, κατά τα άλλα όμως όλα ήταν ακόμη ίδια κι απαράλλακτα. Μόλις ο Μουσταφά Ναγιέμ έμαθε εκείνη την 21η Νοεμβρίου ότι το ντιλ της ΕΕ με την Ουκρανία τελικά είχε ναυαγήσει, ο δημοσιογράφος ανέβασε μια οργισμένη έκκληση στη σελίδα του στο Facebook: «Τα λάικ δεν μετράνε», τώρα έπρεπε να γίνουν διαδηλώσεις, ο κόσμος έπρεπε να βγει στους δρόμους, να μαζευτεί στη Μάινταν Νεζαλιέζνοστι – την πλατεία Ανεξαρτησίας – στο Κίεβο. Κι έτσι έγινε. Πρώτα μερικές εκατοντάδες, αλλά κάθε βράδυ μαζεύονταν περισσότεροι. Αρχικά ήταν κυρίως φοιτητική διαμαρτυρία, ούτε η ουκρανική αντιπολίτευση δεν ήξερε καλά-καλά τι να την κάνει. Αλλά όταν τα ΜΑΤ έδιωξαν τους φοιτητές χτυπώντας τους βάναυσα με κλομπ, πολύ σύντομα δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν στη Μάινταν, μικρές ομάδες άρχισαν να κατασκηνώνουν εκεί, οι διαδηλώσεις μεταδόθηκαν σε άλλες πόλεις, στο κέντρο του Λβιβ οι φοιτητές έστησαν αντίσκηνα με τη σημαία της ΕΕ στην κορυφή, βετεράνοι ήρθαν σε βοήθεια των «Ευρωμαϊντανιστών», ώσπου να πεις κύμινο γεννήθηκε ένα λαϊκό κίνημα. Που συνέχιζε να μεγαλώνει.

Στο Διαδίκτυο υπήρχαν διαφημίσεις για «εργαλειοθήκες του διαδηλωτή»: «Περιλαμβάνει όλα όσα χρειάζεται όποιος αυτή την κρύα εποχή του χρόνου σκοπεύει να βγει για μεγαλύτερο διάστημα στους δρόμους για χάρη των πεποιθήσεών του». Περιεχόμενο: ένα θερμός, μια ισοθερμική τσάντα, μια ομπρέλα, ένα στρωματάκι ύπνου, ένα αδιάβροχο, ένας υπνόσακος, ένας ασύρματος φορτιστής τηλεφώνου, μια σημαία, ένα γκαζάκι, ένα δέμα με τρόφιμα αρκετά για τρεις μέρες και ένας κατάλογος με άρθρα του νόμου – χρήσιμος σε μια αντιπαράθεση με την αστυνομία.

Στο δημαρχείο – όπου έκανε τουλάχιστον λίγη ζέστη – κοιμούνταν σε βάρδιες. Γύρω από την πλατεία στήθηκαν μεγάλα οδοφράγματα από χιόνι, ενισχυμένο με χοντρές σανίδες. «Τις νύχτες έμοιαζε με μεσαιωνικό στρατόπεδο την παραμονή της μάχης» έγραφε ο ανταποκριτής Σον Γουόκερ «με τις σημαίες να ανεμίζουν στον παγωμένο αέρα πάνω από τα οδοφράγματα, τις φωτιές να τριζοβολούν και στα καζάνια να κοχλάζει η μπορστ».

Επειτα από τρεις βδομάδες, στις 10 Δεκεμβρίου, η Μπέρκουτ, η δύναμη καταστολής της αστυνομίας, έκανε μια δεύτερη απόπειρα να εκκενώσει την πλατεία Μάινταν. Οι πολίτες του Κιέβου συνέρρευσαν από όλες τις γωνιές της πόλης. Οι ιστορίες αναφέρουν διαδηλωτές που «ξυρίστηκαν και φόρεσαν καθαρά ρούχα για την περίπτωση που θα πέθαιναν εκείνη τη νύχτα». Κάθε απόγευμα οι πολίτες του Κιέβου κουβαλούσαν καυσόξυλα, φαγητό, χρήματα και άπειρα πανωφόρια, μάλλινες μπλούζες και άλλα ζεστά ρούχα στην πλατεία. Μια γιαγιούλα έφτασε με το αντίστοιχο πενήντα δολαρίων, τη μισή της σύνταξη: «Για τη νίκη σας, παιδιά!». Στο μεταξύ η πλατεία Μάινταν πολύ σύντομα μετατράπηκε σε εναλλακτική σκηνούπολη, κομπλέ με πρώτες βοήθειες, συσσίτια, μόνιμη δικηγορική υπηρεσία και χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Ο πληθυσμός: εργάτες, βετεράνοι του πολέμου στο Αφγανιστάν, επιχειρηματίες, νοικοκυρές, φοιτητές, ιερείς με στολές παραλλαγής, κοπέλες με λουλούδια στα μαλλιά, ένας γέρος βοσκός, ένας άντρας με στολή Σούπερμαν και χιλιάδες άλλοι, γέροι και νέοι. Ο Αλέξι Ραντίνσκι, ουκρανός τηλεοπτικός ανταποκριτής, βρήκε έναν συνταξιούχο μεταλλωρύχο από την περιοχή του Ντόνμπας, ο οποίος έγινε ακτιβιστής μετά τις προηγούμενες προεδρικές εκλογές: στο εκλογικό κέντρο είχε δει, στους εκλογικούς καταλόγους, αμέτρητα ονόματα συναδέλφων που είχαν πεθάνει από καιρό, «νεκρές ψυχές». Σοκαρίστηκε βαθιά: «Αυτοί ψηφίζανε από την κόλαση, από τον κάτω κόσμο!». Και το πήρε κυριολεκτικά: δίνοντας το δικαίωμα ψήφου σε αυτές τις νεκρές ψυχές ξεσηκώθηκαν οι δυνάμεις από το υπερπέραν που έκτοτε επηρέαζαν την ουκρανική πολιτική. Ηταν στο χέρι του λαού να απωθήσει αυτή τη διαβολική ενέργεια πίσω στον κάτω κόσμο».