Αν με τον οποιονδήποτε άνθρωπο συμβαίνει να γνωρίζει κανείς, μια από τις πρώτες ερωτήσεις που σκέφτεται να του απευθύνει, είναι ποια είναι η σχέση του με τις τέχνες και ιδιαίτερα με τη μουσική (ίσως για να αντιληφθεί ευκρινέστερα τον βαθμό της ευαισθησίας του), επόμενο είναι όταν συζητάς μ’ έναν μουσικό του επιπέδου του Βύρωνα Φιδετζή, το πρώτο πράγμα που σ’ ενδιαφέρει να μάθεις είναι πώς δημιουργήθηκε η σχέση του με τη μουσική. «Η σχέση μου με τη μουσική είναι τέτοιας φύσεως που θα έλεγα πως ταυτίζεται με την γνωριμία του κόσμου. Ο πατέρας μου ήταν μουσικός και γνώρισε τη μητέρα μου στο Ωδείο, εκεί πλέχτηκε το ειδύλλιό τους. Ολα αυτά βέβαια προπολεμικώς. Λίγο αργότερα ως πρόεδρος των μουσικών στη Θεσσαλονίκη αγωνίστηκε για χρόνια προκειμένου να πετύχει την κρατικοποίηση της ορχήστρας, όπως είχε γίνει στην Αθήνα, στη διάρκεια της Κατοχής, με την ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών. Στα τραγικά χρόνια της Κατοχής κι επειδή η κυκλοφορία τα βράδια απαγορευόταν, ραδιόφωνα δεν υπήρχαν ή αν υπήρχαν ήταν σχεδόν παράνομα, οι μουσικοί της Θεσσαλονίκης “ανακάλυψαν” τη μουσική δωματίου. Μαζεύονταν σ’ ένα σπίτι και έπαιζαν μουσική, συχνά μάλιστα διανυκτέρευαν στο ίδιο σπίτι λόγω απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Οι συγκεντρώσεις αυτές συνεχίστηκαν και μετά τον πόλεμο. Καθώς κάθε ορχήστρα είναι σαν μια οικογένεια όπου μπορεί να δει κανείς όλα όσα χαρακτηρίζουν μια οικογένεια, έλεγαν “τι όργανο θα μάθει να παίζει το παιδί;” κι αποφάσιζαν “Ο Γιάννης του Κώστα λ.χ. θα μάθει βιολί”. Μέσα σ’ αυτή τη λογική ο μεγάλος μου αδελφός είχε αρχίσει να μαθαίνει βιολί, ενώ εμένα μου είπανε “θα μάθεις βιολοντσέλο”, επειδή έλειπαν απ’ την ορχήστρα… Εγώ όμως ζήλευα τον μεγαλύτερο αδελφό μου που μάθαινε βιολί και δώσ’ του να λέω “θέλω βιολί”. Τέλος πάντων, έμαθα βιολοντσέλο και οφείλω να ομολογήσω πως κάθε άλλο παρά το μετάνιωσα. Στο σπίτι άκουγα συχνότατα ζωντανή μουσική κι ας αναφερθώ εδώ στα θεσπέσια κουαρτέτα με φλάουτο του Μότσαρτ στα οποία μεταγενέστερα έπαιζα κι εγώ. Ακόμα ήταν για μένα καθοριστικό το ότι μ’ έπαιρνε ο πατέρας μου στις πρόβες της ορχήστρας, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’50. Καθόμουν δίπλα του – έπαιζε φλάουτο – κι αισθανόμουν τη μουσική ν’ αναδύεται μέσα από την ορχήστρα. Οταν μετά από χρόνια πήγα στη Βιέννη, διαπίστωσα πόσο ωφέλιμη ήταν για μένα, όσον αφορά τη σχέση μου με τη μουσική, όλη αυτή η προϊστορία».

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ