Mπορούμε να ξεκινήσουμε την ιστορική αναδρομή από το 1991. Η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου είναι διχασμένη ανάμεσα σ’ αυτούς που λένε ότι πρέπει να ενθαρρυνθεί η διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και σ’ εκείνους που υποστηρίζουν ότι η ΕΣΣΔ πρέπει να παραμείνει ενιαία για να ελέγχει τα 35.000 πυρηνικά της όπλα. Οσο οι Αμερικανοί συζητούν, οι Ουκρανοί διεξάγουν δημοψήφισμα και αποφασίζουν με συντριπτικό ποσοστό την ανεξαρτησία τους. Γίνονται έτσι η τρίτη πυρηνική δύναμη στον κόσμο, αλλά τρία χρόνια αργότερα δέχονται να παραδώσουν τα πυρηνικά τους όπλα με αντάλλαγμα εγγυήσεις για την εδαφική τους ακεραιότητα.

Ή μπορούμε να ξεκινήσουμε από το 1999. Ενας πρώην συνταγματάρχης της KGB ονόματι Βλαντίμιρ Πούτιν γίνεται πρωθυπουργός και δέχεται να κάνει αυτό που δεν έκανε ο προκάτοχός του: να διατάξει νέα εισβολή στην Τσετσενία για να εκδικηθεί για την εξευτελιστική ήττα που είχε υποστεί η χώρα του τρία χρόνια νωρίτερα. To 2007, στην 43η Διεθνή Διάσκεψη του Μονάχου για την ασφάλεια, θα κατηγορήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες για πρόκληση ενός νέου πυρηνικού ανταγωνισμού, για υπονόμευση της παγκόσμιας ασφάλειας και για υποστήριξη ομάδων που ανέτρεψαν κυβερνήσεις σε χώρες της παλιάς σοβιετικής σφαίρας επιρροής. Θα ακολουθήσει η εισβολή στη Γεωργία (2008), η προσάρτηση της Κριμαίας (2014) και, σήμερα, η εισβολή στην Ουκρανία.

Με άλλα λόγια, τα σημάδια ήταν εκεί, πολλά χρόνια τώρα. Ο Πούτιν δεν έκρυβε την πρόθεσή του να επιχειρήσει με κάθε μέσο την ανασύσταση της Σοβιετικής Ενωσης ούτε την ανησυχία του για τις συνέπειες του εκδημοκρατισμού των γειτονικών χωρών. Αλλά η Δύση τον υποτίμησε. Η Ευρώπη αύξησε, αντί να μειώσει, την εξάρτησή της από το ρωσικό πετρέλαιο και το ρωσικό φυσικό αέριο. Και σήμερα ανακαλύπτει έκπληκτη ότι χρηματοδοτεί τη ρωσική πολεμική μηχανή.

Εστω και τώρα, όμως, ο πολιτισμένος κόσμος αφυπνίζεται, ενώνεται και αντιδρά. Κι αν δεν μπορεί να αποτρέψει την προαναγγελθείσα σφαγή, είναι τουλάχιστον αποφασισμένος να τιμωρήσει τον σφαγέα.