H Aνγκελα Μέρκελ έχει επαινεθεί θερμά, και δικαίως, για την προσφορά της τόσο στη χώρα της όσο και στην Ευρώπη. Εκανε όμως και δύο μεγάλα λάθη. Το ένα ήταν η επιμονή της στη λιτότητα, που προκάλεσε μεγάλο πόνο στις χώρες του Νότου. Το λάθος αυτό το αναγνώρισε και εν μέρει το διόρθωσε η πρώην καγκελάριος όταν συμφώνησε με τον πρόεδρο Μακρόν, και έπεισε στη συνέχεια τους «σκληρούς» της Βόρειας Ευρώπης, να δημιουργηθεί Ταμείο Ανάκαμψης με ευρωπαϊκό δανεισμό για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας.
Το δεύτερο λάθος της ήταν η άρνηση να επιτρέψει στη χώρα της και στην Ευρώπη να μειώσουν την εξάρτησή τους από τη Ρωσία στον τομέα της ενέργειας. Το λάθος αυτό το αναγνώρισε ο διάδοχός της, ο καγκελάριος Σολτς, παγώνοντας τις εργασίες για την ολοκλήρωση του αγωγού NordStream2 και συμφωνώντας να διαφοροποιηθεί ριζικά η ενεργειακή πολιτική της Γερμανίας και της Ευρώπης. Οταν όμως κλήθηκε αυτή την εβδομάδα να στηρίξει τη γαλλοϊταλική πρωτοβουλία για τη δημιουργία «πολεμικού ταμείου», την έκδοση δηλαδή ευρωομολόγου που θα βοηθήσει να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες από την επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία, ο γερμανός καγκελάριος είπε «όχι». Και συμφώνησαν μαζί του οι ηγέτες της Ολλανδίας, της Σουηδίας και της Ουγγαρίας.
Η λύση που αντιπροτείνουν οι «φειδωλοί» για τη χρηματοδότηση του κοινού ευρωπαϊκού στρατού και της ενεργειακής ανεξαρτησίας της Ευρώπης είναι να χρησιμοποιηθούν οι αναξιοποίητοι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα: οι πόροι αυτοί ανήκουν αποκλειστικά στην κατηγορία των δανείων, καθώς τα ποσά που διατίθενται δωρεάν έχουν εξαντληθεί. Αυτό σημαίνει όμως νέα επιβάρυνση για τις ήδη υπερχρεωμένες χώρες.
Η Γηραιά Ηπειρος φαίνεται έτσι να επιστρέφει στις κακές της συνήθειες. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ Βορρά και Νότου, που είχε αρχίσει να ξεθωριάζει όταν φάνηκε ότι η πανδημία δεν κάνει διακρίσεις μεταξύ πλουσίων και φτωχών, είναι και πάλι έντονη. Η περιβόητη «στρατηγική αυτονομία» της Ευρώπης θα χρειαστεί να περιμένει.