Ο πόλεμος στην Ουκρανία, με τις πιθανές επιδράσεις στη διατροφική αλυσίδα λόγω της αλληλεξάρτησης των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού στα δημητριακά, και τα υψηλά κόστη ηλεκτρικής ενέργειας δημιουργούν μια δυναμική κατάσταση στη βιομηχανία τροφίμων και στον κλάδο των σουπερμάρκετ. Είναι ανάγκη για συνεχή επιτήρηση του δυναμικού αυτού φαινομένου και υλοποίηση άμεσων παρεμβάσεων για να μη διαταραχθεί η διατροφική αλυσίδα από ελλείψεις αλλά και να μετριαστούν οι υψηλές πληθωριστικές τάσεις.
Η Ουκρανία και η Ρωσία αντιπροσωπεύουν το 1/3 των παγκόσμιων εξαγωγών στο σιτάρι και το αραβόσιτο. Η Τουρκία και η Αίγυπτος είναι οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς από την περιοχή αυτή και πρέπει άμεσα να βρουν εναλλακτικούς προμηθευτές γιατί διαφορετικά θα αντιμετωπίσουν τεράστια διατροφικά προβλήματα. Ο πόλεμος όμως αναμένεται να δημιουργήσει προβλήματα παγκοσμίως στο μαλακό σιτάρι και το αραβόσιτο, όπου δυστυχώς η εγχώρια παραγωγή μας καλύπτει λιγότερο από το μισό της εσωτερικής κατανάλωσης. Το μαλακό σιτάρι αξιοποιείται κυρίως στην παραγωγή αλεύρων και μαζί με το καλαμπόκι είναι οι βασικές διατροφικές υποδομές στις κτηνοτροφικές μονάδες και του μεταποιητικού κλάδου των ζωοτροφών. Γίνεται αντιληπτή η σημασία τους ευρύτερα στη βιομηχανία τροφίμων και στη διατροφική μας αλυσίδα. Εθνικός στόχος θα πρέπει να είναι για φέτος (και στο μέλλον) η αύξηση της εθνικής παραγωγικότητας στις δύο συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων, μέσω της άμεσης ενίσχυσης των γεωργών και κτηνοτρόφων στα υψηλά έξοδα χρήσης λιπασμάτων και ηλεκτρικού ρεύματος για πότισμα. Εχουμε ένα παράθυρο ευκαιρίας λίγων εβδομάδων να μετατρέψουμε μια κρίση σε εθνική ευκαιρία αφού θα ενισχυθεί η εγχώρια παραγωγή και θα μετριαστούν οι πιθανές αρνητικές επιπτώσεις μακροπρόθεσμα της εξάρτησης της χώρας από τις συγκεκριμένες εισαγωγές.
Οσον αφορά τις ελλείψεις προϊόντων, είχαμε δει με έκπληξη τα άδεια ράφια στα σουπερμάρκετ στις οργανωμένες αγορές της Δυτικής Ευρώπης στα πρώτα στάδια εξέλιξης της πανδημίας. Στην Ελλάδα ο κλάδος είχε ανταποκριθεί ουσιαστικά και οργανωμένα και επειδή συνήθως κρατάει υψηλά στοκ ασφαλείας σε όλη την τροφική αλυσίδα (σουπερμάρκετ και προμηθευτές) δεν παρατηρήθηκαν τέτοια φαινόμενα. Το ίδιο ισχύει και αυτή την περίοδο, ενώ υπάρχει πρόνοια για να αντιμετωπιστούν πιθανά προβλήματα εφοδιασμού στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας των ταχυκίνητων καταναλωτικών προϊόντων.
Το σημαντικότερο πρόβλημα όμως αφορά τις έντονες πληθωριστικές τάσεις λόγω του ακριβού ηλεκτρικού ρεύματος. Για παράδειγμα, το κόστος ενέργειας στα σουπερμάρκετ αποτελούσε από το 2021 περίπου το 20% επί των γενικών εξόδων τους, ενώ το 2022 διαμορφώνεται ήδη στο 30%. Σε έναν κλάδο που το EBITDA δεν ξεπερνά το 5%, αυτή η αύξηση είναι πολύ επιβαρυντική για την ίδια την επιβίωση των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα δε για τις μικρότερες εταιρείες. Χρειάζεται ένα ευρωπαϊκό πλάνο αντιμετώπισης του προβλήματος του υπέρογκου κόστους ενέργειας ώστε εντός του πλαισίου αυτού να υλοποιήσουμε άμεσα ένα εθνικό σχέδιο ουσιαστικών παρεμβάσεων για να καταστούν οι επιχειρήσεις περισσότερο ανταγωνιστικές και οι τοπικές κοινωνίες περισσότερο βιώσιμες.
Τέλος, σε αυτό το νέο περιβάλλον αναμένονται από τους καταναλωτές αλλαγές στις αγοραστικές συμπεριφορές που μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν μεγαλύτερη αξιοποίηση των προσφορών, περισσότερη διερεύνηση εναλλακτικών προϊόντων και μικρότερες συσκευασίες ή ποσότητες αγορών. Πρόσφατη έρευνα του ΙΕΛΚΑ κατέγραψε ότι οι έλληνες καταναλωτές αξιοποιώντας τις προσφορές των προμηθευτών και σουπερμάρκετ εξοικονόμησαν το 2021 το 13% της συνολικής αξίας αγορών τροφίμων, δηλαδή περίπου 1,3 δισ. ευρώ. Αρα μια συνέχιση της έντασης των προσφορών το 2022 και μια πιο έξυπνη αξιοποίησή τους από τους καταναλωτές (αξιοποιώντας και τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες ενημέρωσης και σύγκρισης τιμών) μπορεί να δώσουν ουσιαστική ανακούφιση σε ένα ευρύτερο αγοραστικό κοινό.
Ο Γεώργιος Ι. Δουκίδης είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών