Μετράμε 24 ημέρες στη φρίκη του πολέμου σήμερα. Μετράμε – πιο σωστά, προσπαθούμε να μαντέψουμε – και τις αλλαγές, τις ανατροπές που ο πόλεμος φέρνει στον κόσμο και στη ζωή μας. Μα έχει ενδιαφέρον, νομίζω, να παρακολουθήσουμε, έστω ως δευτερεύουσα ιστορία, και το καθρέφτισμα του πολέμου στην εσωτερική πολιτική ζωή των ευρωπαϊκών δημοκρατιών. Η Γαλλία είναι ο καλύτερος καθρέφτης. Γιατί έτυχε η έκρηξη του πολέμου να τη βρει σε προεκλογική περίοδο.

Την παραμονή της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, το τοπίο εμφανιζόταν κάπως έτσι: ο πρόεδρος Μακρόν, η υποψηφιότητα του οποίου δεν είχε επισήμως ανακοινωθεί, ήταν το ακλόνητο φαβορί, αλλά σε μια απρόβλεπτη και δύσκολη μάχη. Απέναντί του είχε τρεις βασικούς αντιπάλους, όλους εκ δεξιών του. Η Λεπέν, που εκπροσωπούσε ένα «ακροδεξιό κατεστημένο», το οποίο προσπαθούσε να γίνει λίγο πιο mainstream. Από τη μετακίνησή της προσπαθούσε να επωφεληθεί ένας δεύτερος, ομόσταβλος υποψήφιος, ο Ερίκ Ζεμούρ, ο ανερχόμενος ριζοσπάστης της Ακροδεξιάς, ένα πρόσωπο που είχε γίνει τηλεοπτικός αστέρας σπέρνοντας στο γυαλί ακραίες ρατσιστικές, αντι-ισλαμικές, ξενοφοβικές και «πατριωτικές» ατάκες. Και τρίτος αντίπαλος η Βαλερί Πεκρές, μια πρώην υπουργός που προσπαθούσε να αναστήσει τους «Ρεπουμπλικανούς», το κεντροδεξιό κόμμα του Σαρκοζί, ανταγωνιζόμενη τα δύο αστέρια της Ακροδεξιάς στο γήπεδό τους. Από εκεί και πέρα, η υποψήφια του κραταιού κάποτε Σοσιαλιστικού Κόμματος και όλοι οι υπόλοιποι υποψήφιοι περνούσαν δημοσκοπικά απαρατήρητοι.

Κι ύστερα ξέσπασε ο πόλεμος. Ο πόλεμος μονοπώλησε το ενδιαφέρον και αφαίρεσε όλο το οξυγόνο από την προεκλογική καμπάνια καθώς υποβαθμιζόταν το ενδιαφέρον για την «εσωτερική ατζέντα». Ο Μακρόν επωφελήθηκε από τον ρόλο του αρχιστρατήγου εν καιρώ πολέμου, η δημοτικότητά του και τα δημοσκοπικά του ποσοστά εκτινάχθηκαν. Πολλοί μίλησαν για «σύνδρομο Μαλβίνων», όπως όταν η Θάτσερ βρέθηκε από την κόλαση στον δημοσκοπικό παράδεισο λόγω του πολέμου στα Φόκλαντ. Η αμφίρροπη μάχη άρχισε να μοιάζει με περίπατο – αλλά μένουν ακόμη τρεις εβδομάδες μέχρι την πρώτη Κυριακή των εκλογών.

Απέναντι στον Μακρόν, η μεν Πεκρές βυθίστηκε, καθώς δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί ούτε τον Μακρόν σε κυβερνητική αξιοπιστία ούτε τους ακροδεξιούς σε ακρότητα. Το δε ακροδεξιό δίδυμο, ιδίως η Λεπέν, βρέθηκε με την αντιμεταναστευτική του ρητορική υπονομευμένη από το κύμα συμπάθειας για τα γυναικόπαιδα που έφευγαν κυνηγημένα από την Ουκρανία, την αντιευρωπαϊκή του ρητορική να χάνει ακροατήριο, μα προπάντων με τον θαυμασμό του για το μοντέλο «ισχυρής ηγεσίας» του Πούτιν και την έκθεσή του στην προηγούμενη ρωσική υποστήριξη να υπονομεύουν τη θέση του. Η Λεπέν έσβηνε από τα social media γελαστές φωτογραφίες με τον εισβολέα και έκανε μια θεαματική κυβίστηση δίνοντας γραμμή στους ευρωβουλευτές της να ψηφίσουν υπέρ της καταδίκης της ρωσικής εισβολής και εναντίον του ινδάλματός της. Κι αν κάποιος, εκτός του Μακρόν, ωφελήθηκε κάπως, ίσως να είναι ο ριζοσπάστης της Αριστεράς Μελανσόν, ο οποίος μπορεί να διατυπώνει μια έκκεντρη θέση για τον πόλεμο, χωρίς να φοβάται ότι θα βγουν να τον κυνηγήσουν ρωσικοί σκελετοί από τα ντουλάπια του.

Η εξέλιξη της γαλλικής προεκλογικής μάχης, λοιπόν, προσθέτει ένα ακόμη ενδιαφέρον ερώτημα, δίπλα σε όσα άλλα φέρνει μαζί του ο πόλεμος. Η ρωσική εισβολή έφερε στο προσκήνιο ένα ουκρανικό πατριωτικό αίσθημα, την ύπαρξη του οποίου κανείς δεν υποψιαζόταν. Εγινε αφορμή για μια αναπάντεχα γρήγορη ανασυγκρότηση της Δύσης ως ενιαίου στρατηγικού υποκειμένου. Προκάλεσε – κατ’ εφαρμογή του νόμου των ακούσιων συνεπειών – μια ιστορική μετατόπιση της Γερμανίας, και μάλιστα υπό σοσιαλδημοκρατική ηγεμονία, μακριά από την παραδοσιακή Οστπολιτίκ και προς τον επανεξοπλισμό της. Προκαλεί μια μετασεισμική ακολουθία στις διεθνείς ισορροπίες, από τη θέση της Κίνας ως τη σχέση της Αμερικής με το Ιράν και τη Βενεζουέλα, και, πιο κοντά μας, τη θέση της Τουρκίας του Ερντογάν στον νέο χάρτη του κόσμου. Ισως, όμως, πλάι σε όλα αυτά, να είχε μία ακόμη συνέπεια: την επιτάχυνση της περιθωριοποίησης μιας λαϊκιστικής, ριζοσπαστικής Ακροδεξιάς, η οποία αναδείχθηκε και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού την προηγούμενη δεκαετία και την οποία το σύστημα Πούτιν με όλους τους τρόπους είχε φροντίσει να ενισχύσει.

Μια εικόνα είναι χαρακτηριστική: όταν ο Ματέο Σαλβίνι της ιταλικής Λέγκας επισκέφθηκε μια πόλη της Πολωνίας που υποδέχεται πρόσφυγες από την Ουκρανία, ο δήμαρχος τον υποδέχθηκε κρατώντας ένα μπλουζάκι με το πορτρέτο του Πούτιν, σαν αυτό που ο Σαλβίνι φορούσε στην Κόκκινη Πλατεία το 2014, όταν ήταν ακόμη ευρωβουλευτής. Μπορεί, λοιπόν, ο πόλεμος στην Ουκρανία να γίνει για το πολιτικό ρεύμα του ριζοσπαστικού λαϊκισμού στην Ευρώπη ένα σημείο χωρίς επιστροφή; Θα επιζήσουν οι θαυμαστές τού α λα Πούτιν μοντέλου αυταρχικής, «ισχυρής ηγεσίας», του ηθικού στιγματισμού του προτύπου τους; Και, πιο πεζά, όσοι προσέβλεπαν στο πουγκί και τη σοσιαλμιντιακή υποστήριξη του Κρεμλίνου, και στο ρωσικό μοντέλο ως αντίπαλον δέος στον «παρακμιακό δυτικό φιλελευθερισμό», μπορούν να επιζήσουν της απαξίωσης, μέσα στις φριχτές εικόνες του πολέμου, του μοντέλου τους;

Ενδιαφέροντα ερωτήματα. Αλλά δεν ξέρουμε ακόμη την απάντηση. Κανείς δεν μπορεί να μαντέψει το τοπίο μετά τον πόλεμο ή να προβλέψει τις κοινωνικές συνέπειες μιας μεγάλης διάρκειας ενεργειακής και επισιτιστικής κρίσης, στον επίλογο του βρώμικου πολέμου. Αν η «βαθιά Γαλλία» γέννησε ένα κίνημα Κίτρινων Γιλέκων όταν η τιμή του ντίζελ είχε φθάσει 1,50 ευρώ το λίτρο, πώς θα αντιδράσει όταν η τιμή φθάσει τα 3 ευρώ; Κι όσο για εμάς, μια δημοσκόπηση της Euroskopia μας εμφανίζει ως την ευρωπαϊκή χώρα με τα χαμηλότερα ποσοστά καταδίκης της ρωσικής εισβολής (60%, έναντι 88% στην Ολλανδία και 86% στην Ισπανία). Καλού – κακού, ας κρατήσουμε στη μνήμη μας τη δημοσκόπηση, στον αβέβαιο κόσμο που μας ξημερώνει.