Πού να το φανταστώ ότι θα ‘ρχόταν μια μέρα που θα μας απασχολούσε ως επικαιρότητα, το ελληνικό στοιχείο της Μαύρης Θάλασσας και της Αζοφικής; Είχα συνηθίσει να το μνημονεύω μόνον μέσα από ανέκδοτα με τον Κωστίκα και τον Γιωρίκα, τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα φέρνουνε μηνύματα για μιαν αγάπη που ΄χα. Σωστά, πολύ σωστά παραπονείται ο Διονύσης Σαββόπουλος που λησμονήθηκε αυτό το μεγάλο εθνικό τραύμα αλλά πού να μας αφήσει τότε η ροκιά να μπούμε στο νόημα; Τα υψίσυχνα των στίχων και τα volt του ήχου ήταν σαρωτικά κι ίσως αυτό να είναι τελικά το σωστό για μια χώρα που συμπορεύεται ομαλά με τα πένθη της. Φυσικά μας έμειναν και κάποια δραστήρια σωματεία μαυροφόρων με λύρες κι άγριους χορούς σε γάμους, σε πανηγύρια, σε παρελάσεις, που τηρούν με το υποδεκάμετρο πολιτική «ίσων αποστάσεων» όσες μέρες μαίνεται το κακό στη Μαριούπολη – πόλη της Παρθένου Μαρίας. Μας βλέπει κανείς; Μείναμε ίδιοι μέσα στους αιώνες ή στραβογεράσαμε; Δίνω τον λόγο στο άξιο τέκνον της Κριμαίας τον Αντον Τσέχοφ, που το 1887 έγραφε στο ημερολόγιο ταξιδίου του για τους Ελληνες της Αζοφικής. «Στο πλήθος στο μοναστήρι – στις όχθες του ποταμού Ντονέτς, στους πρόποδες του Ιερού Ορους – έπιανε το μάτι μια πολύχρωμη σειρά με τους Ελληνες της Μαριούπολης. Που ήταν αγρότες, δυνατοί και στοργικοί και δεν έμοιαζαν καθόλου μ’ εκείνους τους παλιοκαιρινούς εκφυλισμένους συμπατριώτες τους που γεμίζουν τις νότιες παραθαλάσσιες πόλεις μας».
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ