Η αντιπαράθεση γύρω από το εάν μπορεί σήμερα να διατυπώνεται ως κεντρικό αίτημα αυτό της ειρήνης, είναι ενδεικτική μιας ορισμένης πόλωσης που από τα πεδία των διεθνών συγκρούσεων μεταφέρεται και στη δημόσια σφαίρα. Δεν είναι η πρώτη φορά: τόσο στα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου όσο και στη δεύτερη κορύφωσή του στις αρχές της δεκαετίας του 1980 – τότε που το επίδικο ήταν ένας πυρηνικός πόλεμος «περιορισμένου θεάτρου» στην Ευρώπη – είχε διατυπωθεί κατ’ επανάληψη η θέση ότι αντί για την επίκληση γενικά της ειρήνης ήταν προτιμότερη η παραδοχή της ανάγκης ένοπλης προετοιμασίας για το ενδεχόμενο μιας τέτοιας σύγκρουσης. Και ήταν τότε που οι φωνές για την ειρήνη και κατά του πολέμου – και από τις δύο πλευρές της διαχωριστικής γραμμής – αποτέλεσαν μια ελπιδοφόρα ετεροδοξία σε έναν κόσμο που έδειχνε να οδεύει προς την καταστροφή. Η επιχειρηματολογία ως προς το γιατί δεν μπορεί να προκρίνεται το αίτημα της ειρήνης είναι γνωστή: κατά βάση είναι μια παραλλαγή της επίκλησης ενός «δίκαιου πολέμου» απέναντι στην εμφανή αδικοπραξία μιας επιθετικής πολεμικής ενέργειας. Μόνο που το ζήτημα που τίθεται σήμερα αφορά και το εάν θα υπάρξει μια ευρύτερη ανάφλεξη. Και τότε το ερώτημα που θα κληθούμε να απαντήσουμε είναι εάν μπορεί να υπάρξει ένας «δίκαιος πυρηνικός πόλεμος». Ερώτημα που καλό είναι να τεθεί πριν, γιατί μετά ίσως απλώς να μην υπάρχει νόημα.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ