Σε εποχή εύκολης πρόσβασης στην πληροφορία, η υιοθέτηση μιας ρωσικής προπαγανδιστικής θέσης, που υποκινεί έναν πόλεμο κατά της εθνικής κυριαρχίας μιας χώρας είναι είτε οκνηρία είτε φιλοπουτινισμός. Εν προκειμένω, μάλλον είναι και τα δύο. Ψάχνοντας σε έγκυρα ΜΜΕ (ΒΒC, Time, New York Times κ.ά.) δεν επιβεβαιώνεται αυτή η κατηγορία: όντως, το τάγμα Αζόφ ιδρύθηκε με στρατιωτική δομή, με ρατσιστικό λόγο και ναζιστικά σύμβολα, το 2014, χρονιά που η Ρωσία εισέβαλε στην Κριμαία. Παραμένει ακροδεξιό εθνικιστικό μόρφωμα, αλλά ένας εκπρόσωπός του, ο Αντρι Ντιατσένκο, το 2015 ανέβαζε σε 10% τους ιδεολόγους ναζιστές ανάμεσα στα μέλη του. Η εξτρεμιστική Ακροδεξιά, η βάση του Αζόφ, είχε ποσοστό περίπου 10% στις εκλογές του 2012, το οποίο έπεσε στο 6% το 2014, ενώ στις τελευταίες εκλογές, του 2019, όταν ο σημερινός πρόεδρος Ζελένσκι έλαβε 73% των ψήφων, ο ακροδεξιός ριζοσπαστικός σχηματισμός έλαβε μόλις 1,3% και ουδεμία έδρα.

Σήμερα, το τάγμα Αζόφ περιλαμβάνει μέλη και εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων. Είναι ενσωματωμένο στην εθνοφρουρά του προέδρου Ζελένσκι, στην αρμοδιότητα του υπουργείου Εσωτερικών, με στρατιωτική διοίκηση και ιεραρχία, προφανώς δηλαδή είναι υπό έλεγχο. Επίσης προφανώς, τα μέλη του κάνουν πόλεμο, επειδή γνωρίζουν από όπλα και υπερασπίζουν την πατρίδα τους. Δεν νομίζω ότι σε μια τέτοια συνθήκη θα ζητούσε κανείς πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων από τους πολεμιστές.