Εχει γείρει πάνω στα κάγκελα του μπαλκονιού και κοιτάζει, με άδειο βλέμμα, τον δρόμο. Μένει στον δεύτερο όροφο μία λαϊκής πολυκατοικίας, κάπου στα δυτικά προάστια πρωτευούσης. Νυχτώνει και πίσω από τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα τρεμοπαίζει το φως από την οθόνη της τηλεόρασης. Στο ημίφως του καθιστικού βρίσκεται ο άνδρας της που παρακολουθεί δελτίο ειδήσεων ή, αλλιώς, το διάγγελμα της Ρούλας σε εθνικό δίκτυο. Τα λόγια της κατηγορουμένης χαράσσονται πάνω στην οθόνη από την παλλόμενη φωνή της ρεπόρτερ. Και από δίπλα έρχονται, με σκίαση, τα πρόσωπα των παιδιών. Για ποιο λόγο, αλήθεια, είναι θολωμένα; Τι σημασία έχει πια; Εκτός και αν θέλουν να μας τα δείξουν ως φαντάσματα, ως ψυχές που στοίχειωσαν σε ψηφιακή μορφή. Τώρα κάτι λένε για τον θάνατο της σπιτονοικοκυράς. Από το πρωί δείχνουν τον τάφο της. Μα δεν υπάρχει ένας συγγενής να πάει να τον φτιάξει τώρα που τον βλέπει όλη η Ελλάδα; Χορταριασμένος, ατημέλητος, χωρίς μία φωτογραφία, ένα καντήλι αναμμένο. Αλλά πώς να το ήξερε και η μακαρίτισσα; Προετοιμάζεσαι για να δεχθείς κόσμο στην κύρια κατοικία, όχι στην τελευταία. Είναι λέει και το τάμπλετ που θάφτηκε με το παιδί και πρέπει να βγει και αυτό. Μα τι σκηνή θα είναι αυτή! Θα ανοίξουν τον τάφο. Ο ιερέας θα ψέλνει, το λιβάνι θα καίει και κάποιος θα ανοίξει το φέρετρο για να πάρει ένα τάμπλετ από τα χέρια του νεκρού παιδιού. Αν το έβλεπες σε ταινία θα σου φαινόταν διεστραμμένο. Για δελτίο ειδήσεων είναι μια χαρά.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ