Ο Αλέξανδρος Παπαγεωργίου – Βενετάς επισημαίνει και τη συμμετοχή των ίδιων των κατοίκων της Πλάκας στις δύο συναντήσεις και αναφέρει πως είναι διάχυτη η επιθυμία των κατοίκων αλλά και των επιτηδευματιών να διατηρηθεί η συνοικία ζωντανή, «ως τόπος διαμονής και εργασίας, αποκλειομένης της μουσειοποιήσεώς της, διά της απαλλοτριώσεως κτισμάτων και της μετατροπής των σε εκθεσιακούς χώρους και έδρες πολιτιστικών ιδρυμάτων. Η αλλοτρίωση του βίου των κατοίκων και ο αποκλεισμός τους από τη ζωή του κέντρου της πόλης καταγγέλλεται ως αυθαίρετο μέτρο, ενδεικτικό κοινωνικής αναλγησίας».

Ο υφιστάμενος περιορισμός του ύψους των κτισμάτων στην παλαιά πόλη, ο οποίος προστατεύει τον Ιερό Βράχο από την καταστροφική οπτική προσβολή της άμεσης γειτνιάσεως μιας ενδεχομένης ανάρμοστης σύγχρονης ανοικοδόμησης (με σημαντικά ύψη κτιρίων), φαίνεται ωστόσο να γίνεται αποδεκτός από τις ενώσεις ιδιοκτητών στην παλαιά πόλη.

Ωστόσο το θέμα της διατήρησης ή μη των ταπεινών προχείρων κτισμάτων των «Αναφιώτικων», είναι θέμα εκτάκτως αμφιλεγόμενο, με θερμούς υπερασπιστές αλλά και αντιπάλους, που παραμένει άλυτο μέχρι και σήμερα, συμπεραίνει ο Παπαγεωργίου – Βενετάς γράφοντας τον σχετικό τόμο. Συμπληρώνει ότι δεν αντιμετωπίσθηκε από κανέναν ομιλητή το καίριο πρόβλημα της λειτουργικής διασύνδεσης του χώρου της Αρχαίας Αγοράς αλλά και της παλαιάς πόλης προς την Ακρόπολη και τους ιστορικούς λόφους του Μουσαίου, την Πνυκός, των Νυμφών και του Αρείου Πάγου. «Η διασύνδεση αυτή παραμένει απραγματοποίητο αίτημα μέχρι σήμερα. Μετά παρέλευση 56 ετών από τη διήμερη συνάντηση του 1966, μπορούμε να εκτιμήσουμε τη ραγδαία μεταστροφή των πολιτιστικών ενδιαφερόντων και επιλογών και την αλλαγή πλεύσης που οδήγησαν στην ανάπλαση της Πλάκας μετά το 1975, με βάση την προστασία της παλαιάς πόλης. Ετσι: η διακήρυξη του Αμστερνταμ (1975) προώθησε την εισαγωγή και στην Ελλάδα των μεθοδεύσεων συντήρησης και ανάπλασης ζώντων ιστορικών πολεοδομικών συνόλων…

Η εποχή της μονομερούς αρχαιολατρίας έχει περάσει οριστικώς. Η αντιπαράθεση μεταξύ “αρχαίας” και “παλαιάς” πολιτιστικής κληρονομιάς και της σημασίας τους για το έθνος, που κυριαρχούσε στη δημόσια διαβούλευση του 1966, ατονεί και τέλος αναιρείται».