Το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι σαφές: η σύσταση Πανεπιστημιακής Αστυνομίας «δεν παραβιάζει τις αρχές της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της πλήρους αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ» ούτε θέτει σε κίνδυνο τις «λοιπές ατομικές ελευθερίες (συνδικαλιστική, ανάπτυξης της προσωπικότητας, προσωπική, κίνησης και εγκατάστασης)». Η κυβέρνηση δεν έχει λοιπόν πλέον καμία δικαιολογία για να μην προχωρήσει στην υλοποίηση μιας από τις πιο εμβληματικές προεκλογικές της εξαγγελίες.
Κανείς δεν πιστεύει βέβαια ότι αυτό το μέτρο θα μπορέσει από μόνο του να αντιμετωπίσει τα φαινόμενα ανομίας στα Πανεπιστήμια: άοπλοι φρουροί δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν αποφασισμένους χούλιγκαν με βαριοπούλες. Ούτε «η Παιδεία αλλάζει» μετά την απόφαση αυτή του ΣτΕ, όπως σχολίασε χθες η υπουργός Παιδείας. Η αστυνόμευση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων αποτελεί απλώς ένα δυσάρεστο, περίπλοκο, αλλά αναγκαίο μέτρο για να διαφυλαχθούν θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, όπως είναι η μάθηση, ο διάλογος, ο δανεισμός βιβλίων, η έρευνα, η διακίνηση των ιδεών. Οι διαπομπεύσεις πρυτάνεων, οι κακοποιήσεις καθηγητών, ο εκφοβισμός φοιτητών ή η επ’ αόριστον κατάληψη πανεπιστημιακών χώρων καταπατούν αυτά τα δικαιώματα και δεν μπορεί να γίνονται άλλο ανεκτά.
Η απόφαση του ΣτΕ δεν πρέπει να αποτελέσει την αφορμή για έναν νέο κύκλο αντιπαραθέσεων μεταξύ των κομμάτων, αλλά το έναυσμα για τη συνεργασία όλων των δυνάμεων που ενδιαφέρονται για το καλό αυτού του τόπου, και πρώτα απ’ όλα των νέων ανθρώπων, προκειμένου η εφαρμογή αυτής της μεταρρύθμισης να προχωρήσει με τον πιο αποτελεσματικό και δημοκρατικό τρόπο. Αλλες καθυστερήσεις δεν χωρούν.