Ξύπνησα και ξαφνικά μια γλυκιά ζέστη διαπέρασε τα σωθικά μου, έναν χειμώνα πριν από κάποια χρόνια. Είδα στον ύπνο μου ότι το τέρας είχε επιτέλους σκοτωθεί σαν τον δράκο του Αϊ-Γιώργη. Το κακό εκείνο πράμα πήρε μαζί του και όλους εκείνους τους προδότες της ζωής. Αρχισαν όσοι γλίτωσαν, να χαμογελούν με ανακούφιση και ανείπωτη χαρά. Το τέρας που τρόμαζε τις ζωές των ανθρώπων, εξημερώθηκε από το χτύπημα και μετά τελείωσε, έγινε ένα με το χώμα. Οι λίγοι που απέμειναν, ανέβηκαν δειλά-δειλά από τα σκοτεινά υπόγεια όπου είχαν καταφύγει. Ο ήλιος τους τύφλωνε τα μάτια. Ηταν ξανά άνοιξη. Αρχισαν να μαζεύονται σε παρέες. Πήραν την απόφαση αγκαλιασμένοι, συγγενείς και φίλοι ν’ ακολουθήσουν εκείνο το αρχαίο μονοπάτι που οδηγεί στο ξωκκλήσι του βουνού. Εκείνη την ηλιόλουστη ανοιξιάτικη μέρα, με τραγούδια και γέλια, διάβηκαν το γεφύρι και κάτω το κελαρυστό νερό έγλειφε τα βούρλα και τα χόρτα της όχθης του ποταμού. Τα λιόδεντρα άστραφταν τα φύλλα τους, ο αέρας ήταν δροσερός και απαλός. Η φύση χαιρόταν και εκείνη από το τραγούδι των ανθρώπων.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ