Η επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στις Ηνωμένες Πολιτείες, η συνάντησή του με τον αμερικανό πρόεδρο και η ιστορική ομιλία του στο Κογκρέσο αποτελούν μία από τις σημαντικότερες, αν όχι τη σημαντικότερη στιγμή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής των τελευταίων ετών. Η Ελλάδα έδειξε ότι αποτελεί έναν πυλώνα σταθερότητας και αξιοπιστίας όχι μόνο στη γειτονιά της, τα τυραννισμένα Βαλκάνια, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη. Επεισε τον ισχυρό της σύμμαχο, όπως έπεισε και την κοινή της γνώμη: Εξι στους δέκα Ελληνες απονέμουν εύσημα στον Πρωθυπουργό.
Οι θερμές δηλώσεις του προέδρου Μπάιντεν, η σύγκριση που έκανε η πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι ανάμεσα στην ομιλία του Μητσοτάκη και σ’ εκείνη του Βάτσλαβ Χάβελ πριν από 30 χρόνια, τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα των βουλευτών και των γερουσιαστών, όπως και τα θετικά δημοσιεύματα του Τύπου, συνιστούν ψήφο εμπιστοσύνης όχι μόνο σε μια κυβέρνηση, αλλά σε μια χώρα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες υπολογίζουν ασφαλώς την Τουρκία, αναγνωρίζουν τον στρατηγικό της ρόλο, κλείνουν συμφωνίες μαζί της. Με την Ελλάδα, όμως, κάνουν κάτι παραπάνω: Τη σέβονται.
Αυτό είναι που δεν κατανοούν όσοι επικρίνουν τον Πρωθυπουργό επειδή είναι «προβλέψιμος» και δεν κάνει εκβιασμούς, επειδή παίρνει σαφείς θέσεις και δεν είναι «ισαποστάκιας», επειδή υπερασπίστηκε με σθένος τα ελληνικά συμφέροντα χωρίς να προβεί σε ονομαστικές καταγγελίες, επειδή προχώρησε σε ιστορικές συγκρίσεις χωρίς να υποκύψει σε ανιστόρητους λαϊκισμούς. Δυσκολεύονται να καταλάβουν τη διαφορά ανάμεσα στο κομματικό και το πατριωτικό. Μεταφέρουν μικροπολιτικούς ανταγωνισμούς στον παγκόσμιο χάρτη. Μπλέκουν το αμερικανικό Κογκρέσο με την ελληνική Βουλή.
Η Ελλάδα είναι πιο ενισχυμένη μετά το ταξίδι του Πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον. Αυτό δεν σημαίνει ότι έλυσε τα εθνικά της θέματα ή τις ενεργειακές της ανάγκες. Σημαίνει ότι επιβεβαίωσε με πανηγυρικό τρόπο τη στήριξή της από την ηγέτιδα δύναμη της Δύσης σε μια διαδρομή βασισμένη στην εθνική υπερηφάνεια, τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό και το διεθνές δίκαιο. Η διαδρομή αυτή είναι μακρά, δύσκολη και υπερβαίνει τους πρωταγωνιστές της. Οι τελευταίοι όμως αφήνουν πάντα ένα ευδιάκριτο ίχνος.