Ο Χουσνού φτάνει με τη σύζυγό του Ελευθερία και τον γιο τους Εμίν Αλί στο Αϊβαλί το 1923. Αφήνουν πίσω τους το παραθαλάσσιο χωριό του ελληνικού νησιού όπου ζούσαν μέχρι τότε – το χωριό «Πάσχα», λέει ο μικρός αφηγητής, από τα χρωματιστά αβγά που έβλεπε στα πασχαλινά καλάθια -, τους φίλους, τα χριστιανικά και μουσουλμανικά έθιμα της μεικτής κοινότητας. Σε ένα από τα επεισόδια της νέας ζωής ο Χουσνού αντιμετωπίζει την καχυποψία του Σαγίτ. «Τώρα, αδελφέ, σηκωθήκατε και ήρθατε, καλώς ορίσατε αλλά… εδώ τα πράγματα δεν περπατάνε έτσι. Αυτό τον ελαιώνα εγώ τον σουλούπωσα και τον έκανα τεφαρίκι. Αν νομίζεις πως θα σου δώσω να φας τη σοδειά τώρα στον καιρό της συγκομιδής επειδή ήρθες με δυο χαρτιά στο χέρι, είσαι πολύ γελασμένος». Η προσβολή δεν ακούγεται στο μυθιστόρημα της Γιασεμίν Οζέκ «Δέσποινα, μάτια μου» (μτφ. Σπύρος Χατζηαναστασίου), που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδ. Πατάκη. Αλλά υπονοείται: Ο Χουσνού, όπως και πολλοί από τους ανταλλαγέντες μουσουλμάνους του 1923, θα χαρακτηριστούν «yari gavur», «μισοάπιστοι» από τους υποστηρικτές του Κεμάλ Ατατούρκ (μια ξεχασμένη αντανάκλαση των «τουρκόσπορων» και «γιαουρτοβαφτισμένων»). Το γεγονός πως είχαν ζήσει στο ελληνικό κράτος έκανε την πίστη τους στο ισλάμ ύποπτη, σημειώνει ο Μπρους Κλαρκ στο «Δύο φορές ξένος» (εκδ. Ποταμός, 2007, μτφ. Βίκυ Ποταμιάνου).
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ