Πριν από περίπου έξι δεκαετίες, ΕΔΗΝίτες και Λαμπράκηδες αντάμα αγωνιζόμασταν για το πανεπιστημιακό άσυλο. Αγωνιζόμασταν να φύγουν οι μυστικοί αστυνομικοί που κατέγραφαν τα πολιτικά φρονήματα των φοιτητών και εμπλούτιζαν τους φακέλους του Σπουδαστικού της Ασφάλειας. Τότε, προδικτατορικά – γιατί επί δικτατορίας ούτε κατά φαντασία να εκδηλώσεις πολιτικά φρονήματα -, που υπήρχε το κράτος της Δεξιάς.

Τότε που ζητούμενα ήταν η ελευθερία του λόγου για φοιτητές και καθηγητές, λεφτά για την παιδεία, ο σεβασμός στο Σύνταγμα. Τότε που γενικότερο αίτημα ήταν η κατάργηση των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων.

Τότε που τραμπούκοι στα πανεπιστήμια ήταν οι ακροδεξιοί/φασίζοντες ΕΚΟΦίτες συνεργάτες του Σπουδαστικού της Ασφάλειας.

Τότε που δεν υπήρχε περίπτωση να εκλεγεί καθηγητής που να εθεωρείτο αριστερός.

Τότε που όχι μόνο δεν ήταν λερωμένοι οι τοίχοι, αλλά δυσφορούσαμε αν δεν ήταν καθαρό το πάτωμα.

Και τότε που διαδηλώναμε κάθε μέρα ενάντια στην αποστασία και το Παλάτι.

Μετά ήρθε η χούντα, οι διώξεις, οι φυλακίσεις, οι νέες εξορίες. Και μετά έπεσε η χούντα, κυρίως λόγω της προδοσίας της Κύπρου αλλά και χάρη στην αντίσταση του λαού και ιδιαίτερα της φοιτητικής νεολαίας. Και ήλθε η δημοκρατία. Ηλθε η ελευθερία στα πανεπιστήμια, ήλθε το άσυλο.

Και μετά ήλθε και συνεχίζεται η σύληση του ασύλου.

Αυτού του ασύλου που βίαια το πολεμούν οι μπαχαλάκηδες μα και με σιγοντάρισμα από κόμματα και οργανώσεις που κατά τ’ άλλα ομνύουν στην Αριστερά, στην πρόοδο. Που αδιαφορούν (στην καλύτερη περίπτωση) για τις καταλήψεις δημόσιων πανεπιστημιακών χώρων από μικροομάδες «αναρχικών» ή άλλων, που δεν αντιδρούν για τις αποθήκες μολότοφ, που θέλουν το άσυλο και για αυτούς που βγαίνουν να κάνουν την πλάκα τους καίγοντας και κανένα αυτοκίνητο και ξαναμπαίνουν. Που θεωρούν «ελευθερία του λόγου» το βρώμισμα των τοίχων δημόσιων κτιρίων, που παρελαύνουν με στειλιάρια και ταμπλάδες, που πλακώνονται με τους «μπάτσους» (όχι ότι είναι άγιοι όλοι τους…) ελπίζοντας (;) να υπάρξει και κανένας τραυματισμός – ευκαιρία για νέες ταραχές.

Δεν ξέρω, μπορεί να ‘μαστε παλιοί, να ‘χουν αλλάξει τα πράγματα. Αλλά νομίζω ότι όλοι (ή σχεδόν όλοι) που ζήσαμε εκείνες τις παλιές εποχές του κράτους της Δεξιάς ντρεπόμαστε. Και δεν είμαστε δεξιοί.

Και κάτι ακόμα για όποιον/α δεν το έχει πάρει πρέφα. Η χούντα τελείωσε το ’74.

Ο Σπύρος Καβουνίδης είναι δρ πολιτικός μηχανικός