Η άνοδος του Ψυχικού στην Basket League επαναφέρει ένα ζήτημα που απασχολεί όσους ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη της επαγγελματικής κατηγορίας. Της βιτρίνας του ελληνικού μπάσκετ.
Είναι ένα ζήτημα λεπτό. Διότι από τη μια δεν πρέπει να απαξιώνεται η προσπάθεια που κάνουν οι παράγοντες, προπονητές και αθλητές οποιουδήποτε συλλόγου για να φτάσει όσο πιο ψηλά γίνεται. Ούτε να αμφισβητείται το δικαίωμά τους να αποκτήσουν τη δυνατότητα συμμετοχής στην πρώτη κατηγορία.
Αλλά από την άλλη είναι εμφανές ότι η παρουσία ομάδων από τις αθηναϊκές γειτονιές δεν συμβάλλει στη βελτίωση του επιπέδου της Basket League. Παλιότερα ήταν αλλιώς τα πράγματα. Το Μαρούσι, ο Παπάγος, η Δάφνη, η Νήαρ Ηστ πρόσφεραν στην επαγγελματική κατηγορία σε επίπεδο ανταγωνισμού, κατάφεραν μάλιστα να παίξουν και στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Τότε, όμως, υπήρχαν λεφτά στο μπάσκετ.
Σήμερα δεν υπάρχουν. Κι ανάμεσα σε δύο ομάδες με περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες από μια αθηναϊκή συνοικία και την ελληνική περιφέρεια, προτιμότερη είναι η δεύτερη. Από τον Χολαργό ή το Ψυχικό είναι καλύτερο για την Basket League να παίζει η Καρδίτσα, που ανέβηκε κι αυτή φέτος από την Α2, ή η Λάρισα.
Διότι σε αυτές τις πόλεις είναι πιο εφικτή η συσπείρωση του κόσμου γύρω από μια ομάδα και η δημιουργία ενός τοπικού αθλητικού brand, που θα μπορεί να παράγει έσοδα από τοπικούς χορηγούς και να στηρίξει μια αξιοπρεπή προσπάθεια στην επαγγελματική κατηγορία, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στη διάδοση του μπάσκετ ανά την επικράτεια. Διότι είναι άλλο πράγμα να παίζεται μπάσκετ υψηλού επιπέδου μόνο στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και την Πάτρα και άλλο σε διάφορες πόλεις ανά την Ελλάδα.
Παλιά το λέγαμε αποκέντρωση και εξακολουθεί να υφίσταται ως ζητούμενο στο ελληνικό μπάσκετ. Παρόλο που δεν είναι πανάκεια για τα προβλήματα που υπάρχουν, εντούτοις είναι μια λύση, αρκεί να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της. Και να αποφευχθούν οι αποκλεισμοί. Γιατί το δικαίωμα στο όνειρο είναι αυτό που δίνει το κίνητρο για την ανάπτυξη του αθλήματος.