Μικρό παιδί, όταν άρχισα να εννοώ τον κόσμο, βρέθηκα να ζω στη Νέα Σμύρνη, μια συνοικία γεμάτη, τότε, όμορφες, μικρές, νοικοκυρεμένες μονοκατοικίες με κήπους. Οι περισσότεροι δρόμοι ήταν χωμάτινοι. Η άσφαλτος σταματούσε στο παλαιό τέρμα, εκεί που αράζανε τα σιδερένια μπλε λεωφορεία, γύρω από ένα πλάτωμα στην κορυφή ενός αφανούς λόφου. Τριγύρω υπήρχαν μια – δυο μονοκατοικίες και μαγαζάκια. Τα πλέον πολυσύχναστα, ήταν το περίπτερο του κυρίου Παναγιώτη και το μικρό ζαχαροπλαστείο του κυρίου Αιμίλιου και της κυρίας Μίνας όπου καθόμασταν οικογενειακώς τα καλοκαίρια και παίρναμε το παγωτό μας κοιτώντας τη θάλασσα και τα φωταγωγημένα κεντράκια της παραλίας – η θάλασσα φαινόταν γιατί δεν είχαν υψωθεί πολυκατοικίες. Τα απογεύματα του καλοκαιριού περνούσαν οι υδροφόρες του δήμου και ρίχναν νερό στους χωμάτινους δρόμους να κατακάτσει η σκόνη και αυτό δρόσιζε αφάνταστα τα καλοκαιριάτικα βράδια μας. Οταν ερχόσουν με το λεωφορείο από το κέντρο και κατέβαινες εκεί, στο παλαιό τέρμα, άφηνες πίσω σου τη βαριά μυρουδιά της βενζίνης και του γράσου και ανέπνεες με όλη τη δύναμη της ψυχής σου τον φρέσκο αέρα της εξοχής. Ετσι μύριζε τότε αυτός ο τόπος… Ελευθερία και εξοχή.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ