To προσφυγικό πρόβλημα δεν είναι καινούργιο. Ηρθε με εκρηκτικό τρόπο στην επιφάνεια το 2015 με τον πόλεμο στη Συρία, κουκουλώθηκε με τη συμφωνία που συνήφθη με την Τουρκία, απασχόλησε και πάλι την επικαιρότητα με αφορμή τη χαώδη αποχώρηση των δυτικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν και έλαβε νέες διαστάσεις μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Ολες οι προσπάθειες ριζικής αντιμετώπισής του απέτυχαν: Οσο γίνονται πόλεμοι, σημειώνονται οικονομικές κρίσεις, συνεχίζεται η κλιματική αλλαγή ή οξύνονται οι τεράστιες ανισότητες μεταξύ των ανεπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων χωρών, οι φτωχοί, οι κατατρεγμένοι και οι εκτοπισμένοι θα αναζητούν ένα καλύτερο μέλλον μεταξύ των πιο προνομιούχων ή των πιο τυχερών. Και οι τελευταίοι στην πλειονότητά τους θα αντιδρούν.
Οι αντιδράσεις αυτές όμως δεν δικαιολογούν την καταπάτηση του κράτους δικαίου, των ηθικών αρχών και της διεθνούς νομιμότητας. Αιτιολογώντας την πρωτοφανή απόφασή της να πληρώσει την κυβέρνηση της Ρουάντας ώστε να μεταφερθούν εκεί εκατοντάδες πρόσφυγες που έχουν ζητήσει άσυλο στη Βρετανία και να εξεταστούν εκεί οι αιτήσεις τους, η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον ισχυρίζεται ότι έτσι θα σπάσουν τα δίκτυα των διακινητών και θα μειωθούν οι προσφυγικές ροές. Ο σκοπός δεν αγιάζει όμως τα μέσα. Η Ρουάντα δεν φημίζεται για τις επιδόσεις της στα ανθρώπινα δικαιώματα. Ούτε διαθέτει τα μέσα για να διαχειριστεί αυτό το τεράστιο πρόβλημα.
Η καταστροφική αυτή τακτική, όπως την αποκάλεσε o Υπατος Επίτροπος του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, κλείνει το μάτι σε λαϊκιστές όπως ο Ορμπαν. Και αποτελεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο.