«Τιμή και φιλότιμο» γράφει κάπου ο κρητικός λογοτέχνης Σταύρος Κατζουράκης, [είναι] «δυο αρετές, δυο αγκωνάρια από τα πολλά που βαστούνε ορθό τον άνθρωπο». Πρόκειται, βέβαια, για αρετές πανάρχαιες, που όταν αμφισβητούνται, οδηγούν συχνά σε εγκλήματα «για λόγους τιμής», ήδη από την εποχή του Ομήρου (πρβλ. Ιλιάδα, Σ, 496 επ.). Σε αυτές ακριβώς τις αρετές, ή μάλλον στην ακραία τους μορφή, βασίζεται και η κρητική βεντέτα, που επιβιώνει ακόμη και σήμερα σε ορισμένες περιοχές της ορεινής Κρήτης και ιδίως του Μυλοποτάμου. Η επίλυση των διαφορών που αναφύονται έπειτα από επίθεση ή προσβολή της τιμής (ακόμη και για ασήμαντο λόγο) προσλαμβάνει εκεί τον χαρακτήρα της αυτοδικίας, με τους πρωταγωνιστές δύο οικογενειών να παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους. Θεωρούν, δηλαδή, τα μέλη αυτών των οικογενειών ως αντίθετο με τα ήθη του τόπου τους να προσφύγουν για τις διαφορές τους στην επίσημη (κρατική) δικαιοσύνη ή να υποχωρήσουν ο ένας έναντι του άλλου.
Το ξεκαθάρισμα της διαφοράς τους με απευθείας αντιπαράθεση, που μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε φόνο, είναι έτσι κάτι που σε πολλές περιπτώσεις φαίνεται αναπόφευκτο, αλλά και αποδεκτό από την τοπική τους κοινωνία, ενώ το να κάνει πίσω ο ένας από τους δύο αποτελεί ενέργεια η οποία, τουλάχιστον τα παλαιότερα χρόνια, συνεπαγόταν κοινωνική απαξίωση και εξευτελισμό, με την έννοια ότι αυτός που υποχωρούσε εθεωρείτο ανίκανος να προασπίζεται την τιμή του και να διεκδικεί το δίκιο του με λεβεντιά.
Μέσα στο πλαίσιο αυτής της νοοτροπίας, η διαμάχη ανάμεσα στην οικογένεια του θύματος και του δράστη «μεταβιβαζόταν» και στις διάδοχες γενιές, που διαιώνιζαν έτσι την εχθρότητα με εκατέρωθεν φόνους, μέσα σ’ έναν ατέρμονα κύκλο ανταποδοτικής βίας. Χαρακτηριστική είναι εδώ η περίπτωση των Πενταράκηδων και Σαρτζετάκηδων, που η διαμάχη τους ξεκίνησε το 1941 και έως το 1956 έφθασε να αριθμεί 140 νεκρούς άντρες (οι γυναίκες εξαιρούνταν από τέτοιες διαμάχες).
Συμφιλίωση. Βέβαια, κάποια στιγμή οι αντεκδικήσεις αυτές φαίνονταν να μην έχουν πλέον νόημα για τις νεότερες γενιές που αστικοποιούνταν και ήδη ο Αλέκος Σακελλάριος στην ταινία του «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» από το μακρινό 1960 σατιρίζει την ανεδαφικότητα τέτοιων συμπεριφορών βεντέτας στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις. Ομως και στα ορεινά χωριά η συμφιλίωση δεν είναι άγνωστη και αναλαμβάνεται συνήθως από τους λεγόμενους «μεσίτες». Αυτοί, αναβιώνοντας το ομηρικό έθιμο της «αιδέσεως», επιχειρούν έναν συμβιβασμό («σασμό») των δύο μερών με «συντεκνιές» (κουμπαριές) ή ακόμη και με βαφτίσια ή γάμο μελών από τις δύο αντίπαλες οικογένειες, ώστε να λήξει η αντιπαράθεση.
Να σημειωθεί ότι το έθιμο της βεντέτας έχει καταγραφεί όχι μόνο στην Ελλάδα (ορεινές περιοχές της Κρήτης και επίσης της Μάνης, όπου υπήρχε ο λεγόμενος γδικιωμός), αλλά και σε άλλες αντίστοιχες περιοχές, π.χ. της Αλβανίας, της Νότιας Ιταλίας, της Τουρκίας, της Σαρδηνίας και της Κορσικής. Μάλιστα μια τέτοια ιστορία βεντέτας στην Κορσική περιγράφει γλαφυρά ο Προσπέρ Μεριμέ στη νουβέλα του «Κολόμπα», που έχει μεταφρασθεί και στα ελληνικά.
Ο Νέστωρ Κουράκης είναι ομότιμος καθηγητής Εγκληματολογίας, τακτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών, γενικός γραμματέας της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας