Η Τουρκία δεν αφήνει να περάσει ούτε ημέρα που να μην οξύνει την κατάσταση στο Αιγαίο, με τα επίπεδα των απειλών να κλιμακώνονται διαρκώς τόσο εμπράκτως όσο και στα λόγια. Δεσμεύουν ασύστολα ελληνικές θαλάσσιες περιοχές όχι πλέον για ένα αλλά για τέσσερα ερευνητικά σκάφη, κάνουν συνεχείς υπερπτήσεις πάνω από νησιά, κατοικημένα και μη, με αεροσκάφη και drones, οπλισμένα και μη, απειλούν ευθέως και ρητά ακόμα και τη Ρόδο ή τη Σάμο – για να αναφέρει κανείς μόνο τα βασικά. Με άλλα λόγια, η Τουρκία έχει φτάσει πια να μετατρέψει σε «κανονικότητα» μια κατάσταση που βρίσκεται στο παρά ένα (ίσως θα έπρεπε να πει κανείς στο «και ένα») της σύγκρουσης.

Πολλοί εκτιμούν ότι αυτή είναι μια πολιτική αποκλειστικά του προέδρου της Τουρκίας. Και τη συνδέουν με την πορεία προς τις εκλογές και ιδίως με την κακή τροπή που έχουν λάβει για τον Ερντογάν οι δημοσκοπήσεις. Παραβλέπουν όμως κάτι κρίσιμο: παρά το γεγονός ότι οι τουρκικές πολιτικές ηγεσίες «σφάζονται» καθημερινά, στο ζήτημα «Ελλάδα» όχι απλώς ομονοούν, αλλά εγκαλούν τον Ερντογάν ότι δεν είναι… αρκετά επιθετικός! Ακόμα λοιπόν και αν κανείς υιοθετήσει την εντελώς ρηχή, ανεπαρκή προσέγγιση ότι αυτή η κλιμάκωση συνδέεται με τις εκλογές, πρέπει να θυμάται ότι δεν είναι «εξαγωγή» της κρίσης, όπως εδώ συχνά αναφέρεται. Αν συμβαίνει, είναι στο μέτρο που ο Ερντογάν επιχειρεί να εκφράσει ακόμα περισσότερο από τους αντιπάλους του τον τουρκικό επεκτατισμό εις βάρος της Ελλάδας, ο οποίος αποτελεί οριζόντιο χαρακτηριστικό της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας. Και, πιθανότατα, αυτή είναι και μια ένδειξη για το ποια είναι και η αντίληψη της τουρκικής κοινής γνώμης επί του θέματος, που συχνά εδώ επίσης ωραιοποιείται.

Ολες οι παραπάνω ενέργειες αν συνέβαιναν εναντίον οιασδήποτε άλλης, δυτικής ή μη, χώρας, θα είχαν ήδη οδηγήσει σε ένοπλη σύγκρουση: η έκταση της προσβολής της κυριαρχίας είναι τέτοια που όχι απλώς θα το επέτρεπε αλλά θα το επέβαλλε. Η ίδια η Τουρκία είχε πριν από μερικά χρόνια καταρρίψει ρωσικό (!) πολεμικό αεροσκάφος επειδή για λίγα δευτερόλεπτα πέρασε τα όρια του εθνικού εναέριου χώρου της. Ποιος μπορεί να διανοηθεί να συμβαίνουν τέτοιας έκτασης γεγονότα, σε ποια χώρα, και να μην υπάρχει απάντηση; Λίγο μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Σουηδία ήρθε αντιμέτωπη με μία παραβίαση από δύο ρωσικά αεροσκάφη και η αντίδρασή της ήταν να υποβάλει, μέσα σε χρόνο μηδέν, αίτηση ένταξης στο ΝΑΤΟ, αφήνοντας πίσω της μια πολιτική ουδετερότητας διάρκειας μεγαλύτερης από δύο αιώνες, που ίσχυσε ακόμα και σε δύο παγκοσμίους πολέμους, ενώ επιβίωσε ακόμα και στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.

Καλώς ή κακώς η Ελλάδα έκανε, για μία σειρά από λόγους, την επιλογή να τα ανεχθεί όλα αυτά εδώ και πολλά χρόνια. Σήμερα όμως οι Τούρκοι έχουν πια φτάσει στο απροχώρητο. Δεν είναι «απλώς» αμφισβητήσεις σε θαλάσσιες περιοχές με ακατοίκητες βραχονησίδες. Είναι πλέον και άμεσες απειλές για μεγάλα ελληνικά νησιά. Δεν είναι ζητήματα του επιπέδου «να πάμε στη Χάγη». Ή, πολύ περισσότερο, να πάμε σε διάλογο, ή «να τα βρούμε», όπως εντελώς απαράδεκτα ζήτησε πάλι ο ΓΓ του ΝΑΤΟ. Είναι καθαρός, ωμός, απροσχημάτιστος επεκτατισμός. Οπως ακριβώς αυτός της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η Τουρκία επιμένει ότι όλα αυτά είναι δικά της και ότι η Ελλάδα τής τα έχει… κλέψει. Θέλει να θεωρεί ότι πρόκειται για εδάφη και ύδατα κατακτημένα. Δεν είναι λόγια ή διπλωματικά παιχνίδια. Ο πολεμικός αναθεωρητισμός είναι ξεκάθαρα η σταθερή εθνική τουρκική θέση. Ολα τα άλλα είναι αυταπάτες. Η Ελλάδα οφείλει να συνειδητοποιήσει αυτή την πραγματικότητα. Που δεν την επέλεξε, αλλά δεν μπορεί και να την αποφύγει. Θέση στην οποία μια χώρα απαντά με έναν μόνο τρόπο. Δεν υπάρχει άλλος.