Η συγκριτική έρευνα για τη στάση των Ελλήνων και των Τούρκων απέναντι στην ΕΕ, τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, που δημοσιεύουν σήμερα κατ’ αποκλειστικότητα «ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο», έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Πρώτον, επειδή αναδεικνύεται η εικόνα δύο λαών που είναι απαισιόδοξοι, μεμψίμοιροι και δύσπιστοι. Δεύτερον, επειδή διαφαίνεται μια διάσταση ανάμεσα στην κοινή γνώμη της κάθε χώρας και την εξωτερική της πολιτική. Τρίτον, επειδή αποδεικνύεται ότι η διάκριση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς είναι πάντα ζωντανή.

Με τον πόλεμο να μαίνεται στην Ευρώπη και να έχει, εκτός των άλλων, τεράστιες επιπτώσεις στην οικονομία, η δυσαρέσκεια και η απαισιοδοξία των πολιτών δεν αποτελούν έκπληξη. Το ότι οκτώ στους δέκα Τούρκους, όμως, δηλώνουν απαισιόδοξοι ενδεχομένως να εξηγεί σε έναν βαθμό την προσπάθεια του ηγέτη τους να στρέψει αλλού τη συζήτηση οξύνοντας τους τόνους απέναντι στην Ελλάδα.

Διαχρονικό φαινόμενο αποτελεί, αντιθέτως, η δυσπιστία των δύο λαών απέναντι στους συμμάχους τους. Στην ερώτηση αν «η ΕΕ και οι ΗΠΑ στηρίζουν τον γείτονα περισσότερο από εμάς», τα ποσοστά των καταφατικών απαντήσεων ένθεν κακείθεν του Αιγαίου είναι κοντά ή και πάνω από το 50%. Oι Ελληνες έχουν, μάλιστα, μια επιπλέον «ιδιαιτερότητα»: αν και οι περισσότεροι πιστεύουν ότι τα εθνικά συμφέροντα εξυπηρετούνται καλύτερα μέσω της συνεργασίας με τις ΗΠΑ, οι μισοί (και, μεταξύ των αριστερών, πολύ περισσότεροι) θέλουν την Αμερική έξω από την Ευρώπη. Ο αντιαμερικανισμός καλά κρατεί.

Οπως και ο φιλορωσισμός: μπορεί να δηλώνουμε πιο κοντά στους Αμερικανούς ως προς την ασφάλεια, νιώθουμε όμως πιο κοντά στους Ρώσους ως προς τις οικογενειακές αξίες. Και οι μισοί θεωρούμε ότι για τον πόλεμο στην Ουκρανία φταίνε οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι αντιφάσεις αυτές αποτελούν εδώ και δεκαετίες αντικείμενο των ιστορικών και των κοινωνιολόγων. Οι Ελληνες δεν έκρυψαν ποτέ ότι πολιτικά είναι με τη Δύση, συναισθηματικά όμως έχουν μεγάλους δεσμούς με την Ανατολή. Ο προσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής, πάλι, είναι αταλάντευτος: «Ανήκομεν εις την Δύσιν».