Ηταν όλες αρχειοθετημένες σε ένα κουτί. Περισσότερες από 100 επιστολές που προέρχονταν από όλο τον κόσμο, από την Αβάνα, τη Νέα Υόρκη, το Τελ Αβίβ μέχρι και τη ζούγκλα της Τσιάπας στο Μεξικό. Οι αποστολείς τους ήταν όλοι πολύ αναγνωρίσιμοι αλλά στα χειρόγραφά τους απομακρύνονταν από τη δημόσια εικόνα τους και ήταν πολύ πιο προσωπικοί. Οπως ο Φιντέλ Κάστρο, ο οποίος γράφοντας στη γραφομηχανή μιλούσε για τη συνέντευξη διάρκειας 15 ωρών που του πήρε ένας ιταλός δημοσιογράφος. Ή ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ που του ζητούσε να τον επισκεφθεί επ’ ευκαιρία του φεστιβάλ Sundance στην «πρώτη από τις πολλές» φορές, όπως υπογράμμιζε. Ο δε Πάμπλο Νερούδα επιβεβαίωνε το μεταξύ τους ραντεβού στις 12 Ιουλίου παρέα με «τον Μάριο, τον Κορτάσαρ και τους Ντασόσο» στην ταβέρνα «Πράσινο άλογο» στο Παρίσι. Παραλήπτης όλων αυτών των ετερόκλητων επιστολών ήταν ένας: ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και πρόκειται για υλικό που έρχεται για πρώτη φορά στο φως, αφήνοντας να φανεί το πιο ιδιωτικό πρόσωπο του μεγάλου κολομβιανού συγγραφέα.
Οι επιστολές χρονολογούνται από το 1972 έως το 2013 αλλά μέχρι πριν από έναν μήνα παρέμεναν κρυμμένες από την οικογένεια του νομπελίστα μέσα σε ένα έπιπλο στο πατρικό τους σπίτι. Τοποθετημένες προσεκτικά σε ένα λευκό πλαστικό κουτί, με την επιγραφή «εγγόνια» απ’ έξω, είχαν παραπέσει αφού οι συγγενείς του Μάρκες θεωρούσαν πως περιείχαν απλώς φωτογραφίες. Οταν όμως η Εμίλια Γκαρσία Ελισόντο, εγγονή του συγγραφέα, άνοιξε το κουτί μαζί με τον πατέρα σας αντίκρισαν περίπου 150 επιστολές, φυλαγμένες μέσα σε ένα πλαστικό κάλυμμα που τις είχε διατηρήσει άθικτες. Εκεί τις είχε μάλλον φυλάξει η Μερσέντες Μπάρτσα, η σύζυγος του Μάρκες που έφυγε από τη ζωή το 2020.
Η ανακάλυψη αυτών των επιστολών ήταν μια έκπληξη αφού μετά τον θάνατο του συγγραφέα το 2014 όλο το αρχείο του είχε παραχωρηθεί στο Πανεπιστήμιο του Οστιν στο Τέξας όπου ακόμα φυλάσσεται. Διαβάζοντάς τες, η οικογένεια του Μάρκες επέλεξε κάποιες από αυτές για να τις δείξει στην έκθεση «Ο συγγραφέας, ναι, έχει κάποιον που του γράφει» που φιλοξενείται στην πόλη του Μεξικού, στην κατοικία του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες που έχει μεταμορφωθεί σε πολιτιστικό κέντρο, επ’ ευκαιρία της συμπλήρωσης 40 χρόνων από τη βράβευσή του με το Νομπέλ Λογοτεχνίας. «Επιλέξαμε εκείνες με τις οποίες μπορούσε κάποιος να διαβάσει τη σχέση φιλίας ανάμεσα στον Γκάμπο και το άλλο πρόσωπο» ανέφερε στην εφημερίδα «El Pais» η εγγονή του Εμίλια Γκαρσία Ελισόντο. Στις προθήκες της έκθεσης, λοιπόν, τοποθετήθηκαν επιστολές από αναγνωρίσιμες προσωπικότητες όπως οι Πάμπλο Νερούδα, Φιντέλ Κάστρο, Γούντι Αλεν, Κάρλος Φουέντες, Βιμ Βέντερς, το ζεύγος Κλίντον και ο βασιλιάς Χουάν Κάρλος της Ισπανίας.
Ο ΦΙΝΤΕΛ ΚΑΣΤΡΟ. Από τη συλλογή δεν θα μπορούσαν να λείπουν επιστολές του Φιντέλ Κάστρο, ο οποίος πάντα τον αποκαλούσε «Αγαπημένε μου Γκάμπο». Σε μία από τις 10 Δεκεμβρίου του 2007, ο ηγέτης της Κούβας γράφει: «Πριν από λίγα λεπτά μού τηλεφώνησε ο Ραούλ ζητώντας μου να σε καλέσω στο τηλέφωνο γιατί θα ήσουν στον αέρα στις 9.15 το βράδυ κατευθυνόμενος στην Ισπανία. Εκείνη την ώρα είναι αργά για μια μεγάλη συζήτηση, όπως είναι το στυλ σας. Ξέρω ότι είσαι επίσης ικανός να εφεύρεις πράγματα και να αλλάξεις τα πάντα. Υποβάλλομαι σε ένα αυστηρό πρόγραμμα ασκήσεων που δεν πρέπει να παραλείψω να συμμορφωθώ αν σκοπεύω να συνεχίσω να είμαι χρήσιμος στην Επανάσταση. Γι’ αυτό γράφω αυτό το σημείωμα που θα σου δώσω πριν πάρεις το αεροπλάνο». Ο πολιτικός κατέληγε: «Σε ικετεύω να πάρεις μια μεγάλη αγκαλιά και να τη δώσεις στη Μερσέντες και τα δύο παιδιά και τα εγγόνια σας. Θα συνεχίσω να προσπαθώ να μάθω το ένα δέκατο από αυτά που ξέρεις να κάνεις τέλεια. Αποτίνω φόρο τιμής στη μεγάλη σου πένα».
Η πολιτική συγγένεια του Μάρκες με τις αριστερές κυβερνήσεις και τους αντάρτες της Λατινικής Αμερικής φαίνεται από τις επιστολές που του έστειλε ο υποδιοικητής Μάρκος, αρχηγός του Στρατού Εθνικής Απελευθέρωσης των Ζαπατίστας, από «τα βουνά της μεξικανικής νοτιοανατολικής πλευράς» τον Ιούλιο του 1994, έξι μήνες μετά την εξέγερση στην έρημο Τσιάπας. «Εδώ, όπως κάποιος που στρέφεται στον Νότο που μας πληγώνει, θα συναντηθούμε για να συνωμοτήσουμε ενάντια στις σκιές που μας πνίγουν. Κάνε μας τη χάρη να μας συνοδεύσεις με τη λάμπα που θα είναι στους στίχους» γράφει ο στρατιωτικός και κλείνει: «Εντάξει, δάσκαλε. Ακόμα κι αν δεν έρθεις, θα σε περιμένουμε. Πάντα».
Σιμόν Πέρες και Κόφι Ανάν
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η επιστολή από τον Σιμόν Πέρες, πρώην πρωθυπουργό του Ισραήλ που τον ευχαριστεί για ένα «τόσο ζεστό και αναζωογονητικό πρωινό» και του στέλνει τρία βιβλία. Οπως και του Κόφι Ανάν, πρώην Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος το 2004 τον ευχαριστεί που μοιράστηκε τέτοιες «ειλικρινείς και ενδιαφέρουσες σκέψεις για την κατάσταση στην Κολομβία». Αν το υλικό από τα γράμματα είναι πλούσιο, φαίνεται πως ο ίδιος ο συγγραφέας σπάνια απαντούσε χειρόγραφα σε αυτά. «Δεν έγραφε γράμματα, μιλούσε συνέχεια στο τηλέφωνο», επισημαίνει η εγγονή του.
Χρόνια πολλά από τον Ρέντφορντ, περαστικά από τον Γούντι Αλεν
«Είστε σε μια ηλικία που πιθανώς δεν θέλετε να σας θυμίζουν την ηλικία σας, αλλά αν παίξετε σωστά τα χαρτιά σας, μπορείτε να ζήσετε για πάντα. Χρόνια πολλά λοιπόν», εύχεται στον Μάρκες ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ σε μια επιστολή που συντάχθηκε το 1988, όταν ο συγγραφέας είχε κλείσει τα 61 του χρόνια. Και δεν έπεσε και πολύ έξω ο ηθοποιός αφού ο κολομβιανός είχε μόλις κερδίσει το Νόμπελ και είχε εκδώσει τα «Εκατό χρόνια μοναξιά» που θα γινόταν το δεύτερο πιο πολυδιαβασμένο μυθιστόρημα στα ισπανικά μετά τον «Δον Κιχώτη». Ο Ρέντφορντ δεν ήταν ο μόνος όμως που θυμήθηκε τα γενέθλια του μεγάλου διανοούμενου της Λατινικής Αμερικής. Μεταξύ των μηνυμάτων που έφταναν στις 6 Μαρτίου κάθε χρόνο ήταν του Μπιλ και της Χίλαρι Κλίντον που του εύχονταν μια μέρα «πραγματικά αξέχαστη», όπως και οι πρώην πρόεδροι του Μεξικού Ερνέστο Σεντίγιο και Ενρίκε Πένια Νιέτο που τον χαιρετούν με λίγες γραμμές.
Ο Κάρλος Φουέντες στο μήνυμά του αναφέρεται σε «μια φιλία μισού αιώνα», ενώ ο βασιλιάς της Ισπανίας Χουάν Κάρλος στο τηλεγράφημά του σχολιάζει πως τον πήρε τηλέφωνο αλλά δεν τον βρήκε γι’ αυτό του γράφει «Πολλά συγχαρητήρια. Μια αγκαλιά». Το 1999, μετά τη διάγνωση του Μάρκες με καρκίνο, άρχισαν να φτάνουν γράμματα με ευχές για περαστικά. «Αν χρειαστείς το οτιδήποτε, τηλεφώνησέ μου», λέει ο Γούντι Αλεν, ενώ σχολιάζει «το χειρότερο πράγμα στο να είσαι άρρωστος όταν είσαι ενήλικος είναι ότι δεν επιτρέπεται να χάσεις το μάθημα».
Την ίδια περίοδο ο φωτογράφος Ρίτσαρντ Αβεντον τον παρακαλούσε επίσης να του επιτρέψει να τον φωτογραφίσει: «Ξέρω ότι δεν αισθάνεσαι καλά, αλλά θα μου έπαιρνε ελάχιστο χρόνο και θα έδινα το μέγιστο από τον εαυτό μου».
Οπως εξηγεί ο ίδιος, η φωτογραφία που τον είχε τραβήξει πριν από χρόνια «κάτω από τη βροχή, χωρίς φως» ήταν μια αποτυχία που τον στοίχειωσε. «Θα με αφήσεις να το δοκιμάσω ξανά; Θα μπορούσα να πάω στην Πόλη του Μεξικού για να σε απεικονίσω σωστά;» τον ρωτήσουμε στην επιστολή του. Ο Μάρκες αποδέχθηκε τελικά την πρότασή του και ο Αβεντον μπόρεσε να τον φωτογραφίσει ξανά το 2004, αλλά πέθανε λίγες εβδομάδες αργότερα και η οικογένειά του δεν βρήκε τίποτα για τα αρνητικά της φωτογράφισης.