Μνήμες από τη δεκαετία του 1970, όταν η Βρετανία αντιμετώπισε εκτεταμένες απεργίες, συμπεριλαμβανομένου του «χειμώνα της δυσαρέσκειας» μεταξύ 1978-1979, ξύπνησε η μεγαλύτερη απεργία στους βρετανικούς σιδηροδρόμους που ξεκίνησε χθες και προγραμματίζεται να συνεχιστεί αύριο και το Σάββατο. Διότι η απεργία αυτή, με κύριο αίτημα αυξήσεις στους μισθούς, μπορεί να αποτελέσει προάγγελο κινητοποιήσεων σε όλους τους τομείς της οικονομίας τους επόμενους μήνες: συνδικαλιστικές ενώσεις κάνουν λόγο για την αρχή ενός «καλοκαιριού της δυσαρέσκειας», με δασκάλους, υγειονομικούς, εργαζόμενους στην καθαριότητα, ακόμα και δικηγόρους, να οδεύουν προς απεργιακές κινητοποιήσεις καθώς οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων και των καυσίμων οδηγούν τον πληθωρισμό κοντά στο 10%.
Από χθες τα ξημερώματα κιόλας, πολλοί από τους 40.000 και πλέον εργαζομένους στους βρετανικούς σιδηροδρόμους που απεργούσαν, άρχισαν να πραγματοποιούν πικετοφορίες, προκαλώντας παράλυση στο δίκτυο και αφήνοντας έρημους τους μεγαλύτερους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Κλειστό παρέμεινε και το μεγαλύτερο τμήμα του μετρό στο Λονδίνο λόγω ξεχωριστής κινητοποίησης. Πιεζόμενος να κάνει περισσότερα προκειμένου να βοηθήσει τα βρετανικά νοικοκυριά να αντιμετωπίσουν το σφοδρότερο οικονομικό πλήγμα εδώ και δεκαετίες, ο Μπόρις Τζόνσον προειδοποίησε ότι η απεργία θα πλήξει τις επιχειρήσεις που ανακάμπτουν ακόμα από την πανδημία. Μιλώντας στο υπουργικό του συμβούλιο, ο βρετανός πρωθυπουργός χαρακτήρισε τις κινητοποιήσεις «εσφαλμένες και μη απαραίτητες».
«Προχωρώντας σε αυτές τις απεργίες, απομακρύνουν τους επιβάτες που τελικά στηρίζουν τις δουλειές των εργαζομένων στα τρένα, ενώ επηρεάζουν επιχειρήσεις και κοινότητες σε όλη τη χώρα», δήλωσε ο Τζόνσον. «Η εκστρατεία μας θα κρατήσει για όσο χρειαστεί», είχε ξεκαθαρίσει από την πλευρά του ήδη από προχθές ο Μικ Λιντς, γ.γ. του συνδικάτου RMT. Πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε το βρετανικό κοινό διχασμένο, με περίπου τους μισούς ερωτηθέντες να αντιτίθενται στις κινητοποιήσεις και λίγο περισσότερους από το ένα τρίτο να δηλώνουν πως τις στηρίζουν. Οπως έλεγε χθες ωστόσο ο Λίο Ράντολφ, ένας 36χρονος δικηγόρος που αναγκάστηκε να πάει περπατώντας στη δουλειά του, η δυσφορία του κοινού αναμένεται να αυξηθεί αναλογικά με τη διάρκεια της διαμάχης.