To μαρτύριο του Θύμιου Μπουγά δεν είναι μια υπόθεση που αφορά μόνο τον ίδιο, τους γείτονές του, την πόλη του και την αστυνομία. Ο τρόπος που έζησε τα 15 τελευταία χρόνια, η καταδίωξή του από νέους ανθρώπους που ήθελαν να «σπάσουν πλάκα» μαζί του, η παντελής έλλειψη προστασίας και αλληλεγγύης από τον περίγυρό του, και η αναγκαστική του απομόνωση που ήλθε ως αποτέλεσμα όλου αυτού του ατελείωτου βασανιστηρίου, είναι κάτι που αφορά όλους μας, όλη την ελληνική κοινωνία, την οικογένεια, το σχολείο, τα μέσα ενημέρωσης, τους θεσμούς, τη Δικαιοσύνη.
Ας το παραδεχθούμε: θα μας βόλευε να κουκουλωθεί αυτή η συγκλονιστική ιστορία. Να συγχωρήσει ο Θύμιος τούς διώκτες του, να επιστρέψει στην οικογένειά του, να επισκεφθεί έναν κοινωνικό λειτουργό, ώστε να μπορούμε να αναφωνήσουμε όλοι «τέλος καλό, όλα καλά». Η επανεκκίνηση όμως, την οποία έχει ο ίδιος τόσο ανάγκη, δεν σημαίνει και διαγραφή των όσων υπέστη. Τα περασμένα δεν είναι ξεχασμένα. Πώς είναι δυνατόν, τον 21ο αιώνα, σε μια μεγάλη ελληνική πόλη, να κυνηγούν παιδιά για μέρες, μήνες, χρόνια έναν άνθρωπο, να του πετούν κροτίδες, μπουκάλια και λάμπες φθορίου, να θέλουν να τον πονέσουν, να τον εξευτελίσουν, να τον διαλύσουν; Πού ήταν οι γονείς τους; Πού ήταν οι δάσκαλοί τους; Πού ήταν οι αρμόδιοι για την τήρηση της τάξης και την προστασία της ζωής;
Η φράση «δεν εμπιστεύομαι πλέον τους ανθρώπους», που λέει ο Θύμιος στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο», είναι μια γροθιά στο στομάχι. Την έχουν πει κι άλλοι πριν απ’ αυτόν: κακοποιημένες γυναίκες, εγκαταλελειμμένοι ηλικιωμένοι, άνθρωποι που εξαιτίας μιας κακιάς στιγμής ή μιας ατυχίας έχασαν τη δουλειά τους, έφυγαν απ’ το σπίτι τους κι έμειναν στον δρόμο. Καμιά αρχή, κανείς οργανισμός, κανένα σύστημα υγείας δεν πρέπει να αφήνει αυτούς τους ανθρώπους μόνους κι ανυπεράσπιστους.
Ο Θύμιος δεν θέλει να θυμάται την οικογένειά του. Και έχει ξεχάσει τι σημαίνει φίλος. Μα θα το ξαναβρεί το νήμα. Κι ένα ζεστό χαμόγελο σίγουρα θα τον βοηθήσει.