Η αρχική ιδέα του Writers’ League – όπως τη σκέφτηκε το 2005 ο ιταλός μυθιστοριογράφος Αλεσάντρο Μπάρικο – ήταν να αποδείξει ότι οι αθλητές θα μπορούσαν να είναι διανοούμενοι και οι διανοούμενοι αθλητές. «Είδαμε τους εαυτούς μας σε απευθείας γραμμή από τον Αλμπέρ Καμί, ο οποίος ήταν ημιεπαγγελματίας τερματοφύλακας της Racing Universitaire d’Alger», γράφει o ποιητής Τζο Ντάντχορν στο The Atlantic για τους εθνικούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους που δημιούργησαν οι λογοτέχνες και τους μεταξύ τους αγώνες. «Βάλαμε ακόμη και το όνομά του στο μπροστινό μέρος της φανέλας μας. Ομως, παρά την πρόθεσή μας να βρούμε μια χαριτωμένη ενότητα μεταξύ κίνησης και σκέψης, σύντομα αντιμετωπίσαμε το πρόβλημα του σώματός μας. Ημασταν σταθερά χτυπημένοι ή τραυματισμένοι, συχνά και τα δύο. Ηταν δυνατόν να επιβεβαιώνουμε αρνητικά στερεότυπα; Τώρα που το σκεφτόμαστε, ακόμη και ο Καμί, η μασκότ μας, άρχισε να διαβάζει φιλοσοφία μόνο και μόνο επειδή προσβλήθηκε από φυματίωση. Πράγμα που σήμαινε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να παίξει ξανά ποδόσφαιρο».
Ωστόσο, η Ποδοσφαιρική Ενωση Συγγραφέων είχε έναν άλλο σκοπό. Ο Μπάρικο την είδε και ως μια ευκαιρία να δημιουργήσει φιλίες μεταξύ συγγραφέων από διαφορετικές χώρες και αυτό λειτούργησε. Υπάρχουν πλέον ποδοσφαιρικές ομάδες συγγραφέων από την Αυστρία, τη Δανία, την Αγγλία, τη Γερμανία, την Ουγγαρία, το Ισραήλ, την Ιταλία, τη Νορβηγία, τη Σκωτία, τη Σουηδία, την Ελβετία και την Τουρκία. Ο Ντάντχορν θυμάται χαρακτηριστικά έναν παλιότερο αγώνα όπου η αγγλική ομάδα νίκησε τη νορβηγική, η οποία περιελάμβανε τον μυθιστοριογράφο-αμυντικό Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ. «Εκείνη την εποχή, ήταν γνωστός σε εμάς μόνο για τις δυνατές του κεφαλιές».
Με αυτό το είδος διπλωματίας κατά νου, οι ομάδες συγγραφέων από την Αγγλία και τη Σκωτία καθιέρωσαν τη μεταξύ τους διοργάνωση δύο φορές τον χρόνο. «Ελπίζαμε να είμαστε ένα αντίδοτο στα εθνικά ματς με τη γνωστή μοχθηρή και τραγική ιστορία των μεθυσμένων οπαδών που αποδοκιμάζουν ο ένας τους ύμνους του άλλου. Αλλά αν το ποδόσφαιρο των συγγραφέων μού έχει διδάξει κάτι, είναι ότι οι συγγραφείς δεν πρέπει ποτέ να βασίζονται στους συγγραφείς για ηθική καθοδήγηση. Το βράδυ πριν από τον πρόσφατο τελικό Σκωτίας – Αγγλίας στη Γλασκώβη, μας καλωσόρισε στην πόλη ένας από τους σκωτσέζους παίκτες, ο Σάιμον Γουίαρ, σεναριογράφος και ηθοποιός που ειδικεύεται σε γκάνγκστερ, ψυχοπαθείς και χούλιγκαν. (Εχει συμμετάσχει σε δύο κινηματογραφικές προσαρμογές μυθιστορημάτων του Ιρβιν Γουέλς). Είναι ψηλός, πλατύς και φαλακρός, και το πρώτο πράγμα που μας είπε – με μια αδιάβαστη ποσότητα ειρωνείας – ήταν: “Θα σας πατήσουμε κάτω”.
Επειτα, καθώς τρέχαμε στο γήπεδο, ένα οκτάχρονο κορίτσι που έκανε προπόνηση σε ένα κοντινό γήπεδο, εντόπισε τις φανέλες μας και αμέσως γύρισε προς το μέρος μας και μας πέταξε το “Flower of Scotland” με τρομακτική ένταση. Αυτό είναι το λαϊκό τραγούδι που αφηγείται τη διάσημη ημέρα του 1314, τη Μάχη του Μπάνοκμπερν, όταν ο Ρόμπερτ Μπρους και οι άνδρες του νίκησαν τον Εδουάρδο Β’ της Αγγλίας και “τον έστειλαν να ξανασκεφτεί στο σπίτι του”. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: κανένας αγώνας μεταξύ Σκωτίας και Αγγλίας – ούτε καν ένας που παίζεται από συγγραφείς – δεν έχει ανοσία στην ιστορία.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ BREXIT. Καθώς οι δύο ομάδες μας αγωνίζονταν, η μάχη που μου ήρθε στο μυαλό δεν ήταν το Μπάνοκμπερν, αλλά το σύγχρονο ανάλογό του: το Brexit. Το 2016, η Αγγλία ψήφισε υπέρ και η Σκωτία κατά. Στη διάρκεια της ζωής μου, οι δύο χώρες μας δεν είχαν νιώσει ποτέ πιο αποξενωμένες. Και με αυτές τις εντάσεις που κρέμονταν στον αέρα ο διαιτητής σφύριξε και κινηθήκαμε ο ένας προς τον άλλο. Ο αγώνας έληξε 1-1, ισόπαλος. Εκτίμησα την ασάφειά του. Ημουν όμως μια ξεκάθαρη μειοψηφία. Συμφωνήθηκε ότι χρειαζόμασταν έναν απόλυτο νικητή και, ίσως το πιο σημαντικό, έναν τελείως χαμένο.
Αυτό μας οδήγησε στη διαδικασία των πέναλτι, κατά την οποία ο Τόμαζ Μόρτιμερ, ο αγγλοούγγρος τερματοφύλακας-δημοσιογράφος μας, έσκισε το σκουλαρίκι του ενώ έβγαζε την μπάλα από τα δίχτυα. Παρά τον τραυματισμό του, προσφέρθηκε εθελοντικά να είναι ο τελευταίος μας στο πέναλτι. Είχαμε την ιδέα ότι η εντυπωσιακή κηλίδα αίματος στη φανέλα του θα του έδινε ένα ψυχολογικό πλεονέκτημα απέναντι στον Αντριου Μπλερ, τον σκωτσέζο τερματοφύλακα-ποιητή.
Οι Σκωτσέζοι πήραν την εκδίκησή τους. Μας είχαν συντρίψει, τον Παλιό Εχθρό. Και για τα επόμενα τρία με τέσσερα λεπτά, δεν θα μας άφηναν ποτέ να το ξεχάσουμε. Τότε όμως η ψαλμωδία κόπηκε. Ο Αντριου παραδέχθηκε ότι ένιωθε κάπως περίεργα που γιόρταζε τη νίκη τους, επειδή η μητέρα του ήταν Αγγλίδα. Συμφώνησα ότι δεν ένιωθα τόσο λυπημένος όσο θα έπρεπε, επειδή ο δικός μου ήταν Σκωτσέζος – και επίσης ήμουν Ουαλός. Στη συνέχεια, τα μέλη και των δύο ομάδων έπεσαν στα γόνατα και άρχισαν να ψάχνουν στο τεχνητό γρασίδι για το χαμένο σκουλαρίκι του Τόμαζ…