Η εκτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδος πως ο ρυθμός ανάπτυξης φέτος θα είναι χαμηλότερος κι ο πληθωρισμός υψηλότερος δεν εξέπληξε κανέναν. Το διεθνές περιβάλλον είναι τόσο ασταθές, το οικονομικό κλίμα παγκοσμίως επιδεινώνεται συνεχώς, η ενεργειακή κρίση φαίνεται να έχει έρθει για να μείνει. Οπότε καμία χώρα δεν γίνεται να μην επηρεαστεί. Ομως, σ’ αυτήν την εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία για την Ευρώπη και τον κόσμο η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε καλύτερη θέση από άλλες.
Παρά τις προκλήσεις συνεχίζει να παράγει καλές ειδήσεις. Οπως η επερχόμενη, τον Αύγουστο, έξοδος από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, η πρόσφατη αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ελληνικών ομολόγων από δύο διεθνείς οίκους, οι μεγάλες επενδύσεις που έχουν ανακοινώσει ότι θα κάνουν εδώ ξένες εταιρείες, και φυσικά οι μέχρι τώρα εντυπωσιακές εισπράξεις στη βαριά μας βιομηχανία καθώς κι οι προβλέψεις για τις επιδόσεις του τουρισμού το καλοκαίρι.
Ωστόσο, οφείλουμε όλοι να μην επαναπαυόμαστε. Η έκθεση της ΤτΕ περιλαμβάνει κι ορισμένες έμμεσες προειδοποιήσεις. Η διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής το προσεχές διάστημα, γράφει, αποτελεί την κυριότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η οικονομική πολιτική.
Αν ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχιστεί και κλιμακωθεί, αν η πανδημία επιστρέψει με ένα νέο κύμα, αν τα ευρωπαϊκά κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης δεν απορροφηθούν με ταχείς ρυθμούς, αν χαθεί η δημοσιονομική αξιοπιστία, τότε η ελληνική ανάπτυξη μπορεί να επιβραδυνθεί περισσότερο.
Η Ελλάδα προσπάθησε σκληρά – και με μεγάλο κοινωνικό κόστος – να ξαναμπεί στις ράγες. Δεν αντέχει έναν ακόμη εκτροχιασμό. Τα μαθήματα της τελευταίας δωδεκαετίας δεν πρέπει να ξεχαστούν.