H ρωσική εισβολή στην Ουκρανία προκάλεσε μια άμεση, δυναμική και ενωτική αντίδραση της Δύσης σε πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο. Ο πολιτισμένος κόσμος έστειλε έτσι το μήνυμα ότι δεν είναι διατεθειμένος να ανεχθεί παραβίαση των συνόρων, αρπαγή εδαφών και γενικά οποιαδήποτε παραβίαση του διεθνούς δικαίου.
Αυτό το μήνυμα δεν μπορεί όμως να αποστέλλεται επιλεκτικά. Οι ευαισθησίες της Δύσης δεν μπορεί να αποτελούν συνάρτηση των συμφερόντων της. Κι αν η βίαιη εξαγωγή της δημοκρατίας πνίγηκε στο αίμα στο Ιράκ, ο ελεύθερος κόσμος δεν παύει να έχει καθήκον να αντιδρά σε οποιαδήποτε καταπάτηση των δημοκρατικών ελευθεριών.
Η Τουρκία έχει κάθε δικαίωμα να ανησυχεί για την ασφάλειά της. Ο πρόεδρός της έχει επίσης κάθε δικαίωμα να συναντά όποιον ηγέτη θέλει. Δεν έχει δικαίωμα όμως να ερμηνεύει τις διεθνείς συνθήκες κατά το δοκούν. Δεν έχει δικαίωμα να απειλεί και να εκβιάζει. Πάνω απ’ όλα, δεν έχει δικαίωμα να απαιτεί από τις δημοκρατικές χώρες να αποκηρύξουν τις αρχές τους.
Οπως ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θεωρούσε στο παρελθόν ότι ένας πρωθυπουργός της Ελλάδας θα μπορούσε να του «υποσχεθεί» τους τούρκους φυγάδες που ζητούσε, έτσι και σήμερα θεωρεί ότι οι πρωθυπουργοί της Σουηδίας και της Φινλανδίας θα μπορούσαν να «δεσμευτούν» να του παραδώσουν κούρδους ή τούρκους εξόριστους που είναι ύποπτοι για τρομοκρατία. Και εξαρτά την ικανοποίηση του αιτήματος των δύο χωρών να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ από την εκπλήρωση της δέσμευσης αυτής.
Κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια, ο Ερντογάν ξεχνά κάτι βασικό: ότι στις δημοκρατικές χώρες υπάρχει ανεξάρτητη Δικαιοσύνη. Οτι εκείνη αποφασίζει, σταθμίζοντας όλα τα δεδομένα, αν η έκδοση ενός πολίτη είναι νομικά επιβεβλημένη και ηθικά αποδεκτή. Και ότι η ταύτιση των εξουσιών αποτελεί ίδιον αντιδημοκρατικών και αυταρχικών κρατών.
Ολα αυτά τα γνωρίζουν οι δυτικές πρωτεύουσες, μεγάλες και μικρές. Κι αν η αντιμετώπιση της ρωσικής επιθετικότητας παραμένει σήμερα το μεγαλύτερο μέλημά τους, αυτό δεν δικαιολογεί συμβιβασμούς με άλλους αυταρχισμούς και άλλους αναθεωρητισμούς. Μετά τη δημοκρατία, το χάος.