«Ο Κάρολος Κουν ανέβασε τον “Ματωμένο Γάμο” του Λόρκα το 1948, με τη μετάφραση του Γκάτσου και τη μουσική του Χατζιδάκι. Τον επανέλαβε το 1955. Εκτοτε, το αριστούργημα του ισπανού ποιητή παίχθηκε πολλές φορές, σκηνοθετημένο από σημαντικούς έλληνες θεατρανθρώπους, ανάμεσά τους ο Αλέξης Σολομός και ο Αλέξης Μινωτής», έγραφα στο κριτικό μου σημείωμα το 1992, με αφορμή το ανέβασμα της παράστασης του «Ματωμένου Γάμου» από το Θέατρο Στοά και τον Θανάση Παπαγεωργίου. Και συνέχιζα: «Ο Σολομός είναι ο σκηνοθέτης που ανέβασε τα περισσότερα έργα του Λόρκα, μάλλον όλα, πλην της “Μπερνάρντα Αλμπα”. Ο Μινωτής, πάλι, είναι εκείνος που, διαθέτοντας την Παξινού, με την “Μπερνάρντα” και τον “Ματωμένο Γάμο”, τόλμησε να ερμηνεύσει τον ισπανό ποιητή με γνώμονα το αρχαίο δράμα και ιδίως τον Ευριπίδη. Η Παξινού έπαιξε τις ηρωίδες του Λόρκα, όπως την Εκάβη της. Το σκηνικό ποίημα του Λόρκα, παρόλη τη δημοφιλία του στον τόπο μας, έχει πολλές δυσκολίες, αφού προσπαθεί και κατορθώνει με τρόπο θαυμαστό να ισορροπήσει καθαρά ρεαλιστικά στοιχεία με απογειωμένα και υπερρεαλιστικά. Ο Λόρκα υπηρετεί τρεις παραδόσεις που είναι γερά ριζωμένες στην ισπανική λογοτεχνία: τον βερισμό, μια μείξη πάλι αγροτικού ύφους και νατουραλισμού, τον συμβολισμό, ένδοξη παράδοση του Γκόνγκορα, και τον υπερρεαλισμό, όπως, όμως, αυτό το κίνημα διυλίστηκε μέσα στην ισπανική αίσθηση του τραγικού και του φαντασιώδους. […] Ο Θανάσης Παπαγεωργίου και η παράστασή του του “Ματωμένου Γάμου” στη ΣΤΟΑ πέτυχε. Τα περάσματα από τον λιτό ρεαλισμό στον συμβολισμό, από το λαϊκό τελετουργικό στην ποιητική απογείωση, από το συγκρατημένο πάθος στη φρενίτιδα των χυμών, από τον ψίθυρο στην κραυγή γίνονται με σοφή οικονομία μέσων. Οταν η ερμηνεία δεν σεβαστεί τα όρια και τείνει, είτε σε έναν λαϊκίστικο ηθογραφισμό, είτε σε μιαν ασύδοτη φαντασμαγορία, το έργο σκορπίζει και διαλύεται. Ο Παπαγεωργίου είχε να αντιμετωπίσει τη λυρική εκδοχή του Κουν από τη μια και την τραγική του Μινωτή από την άλλη. Τη μία αγίασε η εύθραστη φύση της Λαμπέτη, την άλλη η γρανίτινη ιδιοσυγκρασία της Παξινού. Ο Παπαγεωργίου διέθετε ένα ισχυρό επιχείρημα, το ατόφιο τάλαντο της Λήδας Πρωτοψάλτη. Αυτή η ηθοποιός αφοπλίζει τους ρόλους, τους κάνει αυτονόητους, ευέλικτους, μαλακούς. Σκληρά μέταλλα υπακούουν πειθήνια και δύστροποι χαρακτήρες παραδίδονται, λες, αμαχητί. Η Λήδα Πρωτοψάλτη έπαιξε τη Μάνα με μια τρομακτική λιτότητα, ώστε χωρίς ερμηνευτικά τερτίπια μπόρεσε να συγκεράσει μέσα στον απλό τραγικό παλμό τη λυρική ρίζα. Αντέταξε στον μεγάλο θρήνο και στην κραυγή την καρτερία της μάνας γης».

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ