Το ζήτημα του επιστημονικού ορισμού της αποκαλούμενης «μεσαίας τάξης» δεν έχει απαντηθεί ικανοποιητικά. Μεσαία εισοδηματικά στρώματα, μικροαστικά στρώματα, μεσαίος χώρος κ.λπ. δεν ανταποκρίνονται σε κριτήρια (εισοδηματικά, ιδεολογικά, κοινωνικά, πολιτικά) που να μπορούν να προσδιοριστούν με επιστημονική ακρίβεια, γιατί εξ ορισμού είναι ρευστά.
Στον δημόσιο λόγο, ως «μεσαία εισοδηματικά στρώματα» εννοούνται αυτά που έχουν εύρος εισοδημάτων μεταξύ των υψηλών και των χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων, τα όρια των οποίων δεν μπορούν επακριβώς να προσδιορισθούν. Μάλλον αυθαίρετα, εισοδηματικά στρώματα, τα οποία έχουν οικογενειακό εισόδημα που υπολογίζεται μεταξύ 30.000 και 60.000 ευρώ, θα μπορούσαν να θεωρηθούν μεσαία.
Προφανώς, ο ορισμός «μη προνομιούχα εισοδηματικά στρώματα» μπορεί να περιλαμβάνει και χαμηλά, αλλά και υψηλά κοινωνικά στρώματα, καθώς αναφέρεται στην αντίληψη που έχουν τα ίδια τα στρώματα για την εισοδηματική τους κατάσταση.
Ωστόσο, στον πολιτικό λόγο, ο ορισμός «μεσαία στρώματα ή μεσαία τάξη» χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει όλους αυτούς που σηκώνουν το βάρος της άμεσης φορολογίας, χωρίς να έχουν πρόσβαση σε πάσης φύσεως επιδόματα. Ακόμη περισσότερο, χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους φορολογουμένους στους οποίους στηρίχθηκε η δημοσιονομική πολιτική δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων και δημοσιονομικού αποθέματος, η οποία εφαρμόσθηκε στη διάρκεια των Μνημονίων. Μερικές φορές μάλιστα, πολιτικά στελέχη της προηγούμενης κυβέρνησης δηλώνουν ότι υπήρξε προσανατολισμένη οικονομική πολιτική φορολογικής επιβάρυνσης των «μεσαίων στρωμάτων» υπέρ των «φτωχότερων στρωμάτων».
Σε κάθε περίπτωση, η σημερινή κυβέρνηση έχει θέσει στόχο την αποκατάσταση της φορολογικής δικαιοσύνης με την ελάφρυνση της φορολογίας των «μεσαίων στρωμάτων», τα οποία φαίνεται ότι συνέβαλαν δυσανάλογα στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής από την προηγούμενη κυβέρνηση.
Ο διακηρυγμένος αυτός στόχος σε κάποιον βαθμό έχει επιτευχθεί, καθώς έχουν καταργηθεί μια σειρά επιβαρύνσεις, όπως η εισφορά αλληλεγγύης από τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα και έχει ελαφρυνθεί ο φόρος ακίνητης περιουσίας. Ομως, η πανδημία δημιούργησε την ανάγκη για οικονομική ενίσχυση των δραστηριοτήτων που επλήγησαν (τουρισμός, εστίαση κ.λπ.), η οποία τα τελευταία δύο και πλέον χρόνια στοίχισε στον προϋπολογισμό της χώρας περισσότερο από 40 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα να στενέψουν τα περιθώρια ελάφρυνσης της φορολογίας των μεσαίων στρωμάτων. Επιπλέον, το πληθωριστικό κύμα που ενέσκηψε μετά την έξαρση της πανδημίας με τη δυσθεώρητη αύξηση των τιμών, κυρίως της ενέργειας (φυσικό αέριο και πετρέλαιο) και των τροφίμων και επιδεινώθηκε με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, οδήγησε την κυβέρνηση σε μια αναγκαία επιδοματική πολιτική που απευθύνεται κυρίως στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, προκειμένου να περιορίσει τη μείωση της αγοραστικής τους δύναμης.
Η ανάγκη διατήρησης μιας κατά το δυνατόν δημοσιονομικής ισορροπίας, που με τόση προσπάθεια δημιουργήθηκε στην περίοδο της οικονομικής κρίσης δεν αφήνει περιθώρια για μεγαλύτερες ελαφρύνσεις οριζόντιου χαρακτήρα (γενικευμένη μείωση ΦΠΑ κ.λπ.) παρά μόνο στο μέτρο που η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται, ώστε να αυξηθούν τα δημοσιονομικά έσοδα.
Είναι γεγονός, ότι παρά τις προβλέψεις για ύφεση στην Ευρώπη, λόγω του πολέμου, του συνεχιζόμενου πληθωρισμού και της αύξησης του κόστους του χρήματος, η ελληνική οικονομία στηριζόμενη στις υπηρεσίες τουρισμού, στις εισροές πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και το νέο ΕΣΠΑ, φαίνεται να συνεχίζει την ανάπτυξή της το 2022 και το 2023 (3% περίπου αύξηση ΑΕΠ). Ετσι η υπόσχεση της φορολογικής ελάφρυνσης της «μεσαίας τάξης» θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί στο άμεσο μέλλον.
Ο Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην υπ. υπουργός