Τα τελευταία χρόνια η διεθνής επιστημονική κοινότητα έχει στρέψει το ενδιαφέρον της στη βιταμίνη D, η οποία εκτός από τον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζει στο μυοσκελετικό σύστημα και ιδιαίτερα στην οστεοπενία, στη σαρκοπενία και στην οστεοπόρωση βοηθά στην καλύτερη λειτουργία του ανοσοποιητικού, συμβάλλει στην επιβίωση σε σοβαρές παθήσεις, όπως σε διάφορες μορφές καρκίνου, στην σκλήρυνσης κατά πλάκας, στα καρδιαγγειακά όταν ειδικά όταν συγχορηγείται με ασβέστιο.

Το 20% των ενηλίκων στις ΗΠΑ λαμβάνουν συμπληρώματα βιταμίνης D, κυρίως οι ενήλικοι άνω των 60 ετών. Από το 1650 οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι παιδιά που ζούσαν σε μεγάλο συγχρωτισμό και σε μολυσμένες πόλεις της Βόρειας Ευρώπης παρουσίαζαν σκελετικές ανωμαλίες την επονομαζόμενη ραχίτιδα. Eιδικότερα στην Αγγλία το 1890 επιδημιολογικές μελέτες έδειξαν ότι παιδιά που ζούσαν σε βιομηχανικές πόλεις και δεν εκτίθενται σε ήλιο παρουσίαζαν τέτοιες σκελετικές ανωμαλίες σε σχέση με παιδιά από αγροτικές περιοχές. Eκείνη την εποχή ξεκίνησε η χορήγηση cod liver oil (μουρουνέλαιο) και έγινε σύσταση για έκθεση στον ήλιο. Ο αντιραχιτικός παράγοντας που εμπεριέχεται στο μουρουνέλαιο έγινε γνωστός ως βιταμίνη D.

Έκτοτε, και παρά τον εμπλουτισμό του γάλακτος και των παιδικών τροφών, συνεχίζει και παρατηρείται έλλειψη της βιταμίνης D. Η συχνότερη αιτία είναι η ανεπαρκής πρόσληψη. Σε μια πληθυσμιακή μελέτη που πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ από το 2011 έως 2014 το 20% είχε επίπεδα ανεπάρκειας (12-19 ng/mL) και το 5% (12 < ng/mL) είχε πλήρη έλλειψη. Οι περισσότερες μελέτες θέτουν το όριο των 30 ng/mL για υγιή οστικό μεταβολισμό και για πρόληψη πτώσεων και καταγμάτων.

Οι μη εμπλουτισμένες τροφές περιέχουν μικρή ποσότητα βιταμίνης, πλούσιες τροφές σε βιταμίνη είναι κυρίως το μουρουνέλαιο, ο σολομός, η πέστροφα και τα λευκά μανιτάρια. Οι υπόλοιπες περιέχουν πολύ μικρότερες ποσότητες και για να επιτευχθούν τα επίπεδα που απαιτούνται για την ομαλή λειτουργία του οργανισμού όταν υπάρχει ανεπάρκεια μπορεί να χρειάζονται πάνω από 2000IU ημερησίως. Ενδεικτικά 1 κουταλιά της σούπας μουρουνέλαιο περιέχει 1360IU, 100 γρ. σολομού 500IU, 1 κούπα εμπλουτισμένο γάλα 120IU, 1 αβγό 44IU. Κυκλοφορούν πολλά συμπληρώματα βιταμίνης D και το 2020 υπολογίστηκε ότι η αγορά της D υπερέβηκε το 1,1 δισεκατομμύριο δολάρια. Αυτό οφείλεται στο ενδιαφέρον των πολιτών για την υγεία τους, στην σύνδεση των επιπέδων της βιταμίνης με καλύτερη μυοσκελετική υγεία αλλά και με δημοσιεύσεις για μελέτες κατά την διάρκεια της πανδημίας που έδειξαν ότι καλύτερα επίπεδα βιταμίνης D σχετίζονται με καλύτερη ανοσολογική ανταπόκριση στη νόσηση με την COVID-19, καθώς και με την αρνητική επίπτωση των χαμηλών επιπέδων της σε χρόνια νοσήματα και στην επιβίωση σε ασθενείς με καρκίνο. Η λήψη των συμπληρωμάτων καλό είναι να γίνεται με την τροφή που περιέχει λιπαρά.

Άλλος τρόπος σύνθεσης βιταμίνη D είναι η έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία όμως ακόμα και η μεγάλη έκθεση στον ήλιο δεν έχει δείξει να αυξάνει εντυπωσιακά τα επίπεδα της βιταμίνης στο σώμα, ενώ η χρήση των αντιηλιακών δεν επηρεάζει την σύνθεση της στο δέρμα. Η ηλιακή ακτινοβολία αποτελείτε 95% UV-A και μόνο 5% UV-B, η UV-B είναι απαραίτητη για την σύνθεση βιταμίνης D. Και οι δύο μορφές ακτινοβολίας εμπλέκονται στον καρκίνο του δέρματος η Α αυξάνει τον κίνδυνο μελανώματος μέσω βλάβης του DNA, ενώ η Β πιο άμεσα με παραγωγή αμιγώς καρκινογόνων παραγόντων. Η έκθεση 5% της επιφάνειας του σώματος δυο φορές την εβδομάδα για 20 λεπτά ως μέγιστος χρόνος κατά την διάρκεια του καλοκαιριού αντιστοιχεί σε 430IU ημερησίως, περαιτέρω έκθεση δεν αυξάνει τα επίπεδα της βιταμίνης D. Άρα η λήψη συμπληρωμάτων D συνεχίζεται και το καλοκαίρι παρά την έκθεση στον ήλιο σε ανεπάρκεια.

Η σχέση της D με τον καρκίνο βασίζεται σε μελέτες που έχουν γίνει σε ζώα ή σε κυτταρικές σειρές ενώ κάποιες μικρές σε διάρκεια και αριθμό ασθενών σε ανθρώπους δείχνουν βελτίωση στην επιβίωση στον καρκίνο του παχέος εντέρου μια μικρή ευεργετική τάση στον καρκίνο του παγκρέατος. Δημοσιευμένες διπλές τυφλές μελέτες που έχουν για την ιατρική κοινότητα το μεγαλύτερο επιστημονικό βάρους δεν δείχνουν ότι τα συμπληρώματα της D ελαττώνουν τον κίνδυνο για καρκίνο αλλά ότι βελτιώνουν συνολικά την επιβίωση.

Χαμηλά επίπεδα D απαντάμε σε αυτοάνοσα του γαστρεντερικού συστήματος όπως η κοιλιοκάκη, στις φλεγμονώδεις εντεροπάθειες και στην δυσβίωση. Η παχυσαρκία και ο σακχαρώδης διαβήτης έχουν σχέση με χαμηλά επίπεδα D αλλά η υποκατάσταση τους δεν φαίνεται να βελτιώνει τις παραμέτρους των νοσημάτων αυτών. Αντίθετα η υποκατάσταση της D κατά την εγκυμοσύνη ελαττώνει κινδύνους κατά την κύηση ενώ μακροπρόθεσμα έχει θετικά αποτελέσματα στα βρέφη όπως ελαττωμένη πιθανότητα για άσθμα. Τέλος ελαττωμένα επίπεδα D σε ζώα προδιαθέτει σε νευροεκφυλιστικα νοσήματα ενώ σε επίπεδο ανθρώπων έχει υπάρξει συσχέτιση αλλά δεν έχει αποδειχθεί ότι τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D είναι αιτιολογικός ή εκλυτικός παράγοντας. Έχει γίνει πολύ συζήτηση γύρω από την νεφρολιθίαση και την λήψη της D. Σε μια μελέτη έδειξε ότι υπήρξε μια μικρή αύξηση του κινδύνου εμφάνισης νεφρολιθίασης σε ασθενείς που λάμβαναν μαζί με την βιταμίνη D υψηλές δόσεις ασβεστίου πέραν από τις αναγκαίες που είναι 1000mg.

Συμπερασματικά η έλλειψη βιταμίνης D είναι συχνή για διαφόρους λόγους, υπάρχουν όμως συμπληρώματα που πρέπει να χορηγούνται σε ασθενείς με ανεπάρκεια. Οι γιατροί πρέπει να διαγιγνώσκουν την έλλειψη και να συμβουλεύουν τους ασθενείς τους για ποια σκευάσματα, πότε και για πόσο πρέπει να τα λαμβάνουν.   

Η Νατάσα Κουτσούρη είναι διευθύντρια Α’ Παθολογικής Κλινικής,

διευθύντρια Κέντρου Γηριατρικής Αξιολόγησης Ερρίκος Ντυνάν

Hospital Center