Οταν στις αρχές του 2020, είχα ερωτηθεί πόσο θα κρατήσει η επιδημία και είχα αναφέρει ότι τέτοιου είδους επιδημίες διαρκούν 2-3 χρόνια, είχα περίπου κατηγορηθεί ότι τρομοκρατώ τον κόσμο. Τελικά φαίνεται ότι η εκτίμησή μου αυτή ήταν υπεραισιόδοξη. Ηδη 2,5 έτη μετά την έναρξη της πανδημίας, το τέλος της δεν είναι ορατό, ενώ πλέον έχουμε τα εξής δεδομένα:

Είδαμε από πολύ νωρίς ότι ο ιός μεταλλάσσεται ταχύτατα δημιουργώντας παραλλαγές (κλώνους) που φέρουν μία ή περισσότερες μεταλλάξεις. Οι παραλλαγές που έχουν την ιδιότητα να είναι περισσότερο μολυσματικές (κάθε κρούσμα δηλαδή που φέρει αυτή την παραλλαγή να μεταδίδει σε περισσότερους ανθρώπους από το κρούσμα που φέρει άλλες παραλλαγές) προφανώς επικρατεί, συνεπώς περνώντας ο χρόνος συνολικά ο ιός τείνει να γίνει περισσότερο μεταδοτικός. Η επιδημία λοιπόν εξελίσσεται σε επάλληλα επιδημικά κύματα με μεγαλύτερη ένταση λόγω της ολοένα αυξημένης μεταδοτικότητάς της, αλλά ίσως μικρότερη παθογόνο δύναμη: Φαίνεται ότι οι ασθενείς που μολύνονται με πλέον παθογόνους παραλλαγές του ιου, που προκαλούν δηλαδή βαρύτερη νόσο, έχουν γενικά μικρότερες ευκαιρίες μετάδοσης της νόσου επειδή λόγω της κλινικής κατάστασής τους δεν κυκλοφορούν, γεγονός που ίσως καθιστά τη νόσο διαχρονικά ελαφρότερη.

Αντίρροπα λειτουργεί η ολοένα αυξανόμενη ανοσία του πληθυσμού (λόγω του εμβολιασμού και των μολύνσεων που αφήνουν μια παροδική και ατελή, είναι η αλήθεια, ανοσία). Η ανοσία αυτή εμποδίζει σε άλλοτε άλλο βαθμό την εκρηκτική διασπορά, οδηγεί όμως και την επιλογή παραλλαγών ανθεκτικών σε αυτή την ανοσία, γεγονός που καθιστά τα εμβόλια λιγότερα αποτελεσματικά.

Δύο και μισό χρόνια πανδημίας και τα κυρίως περιοριστικά μέτρα στα οποία στηρίχθηκε παγκοσμίως η αντιμετώπισή της έχουν ήδη δημιουργήσει τεράστια αναστάτωση στις κοινωνίες, με έντονες και αρνητικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις. Η κόπωση του πληθυσμού είναι μεγάλη και ένας μιθριδατισμός ήδη φαίνεται να επικρατεί.

Το συμπέρασμα από τα παραπάνω που σχηματικά αναφέρθηκαν δείχνουν ότι το τέλος της επιδημίας δεν είναι ακόμη ορατό, ο ιός λόγω των συνεχών μεταλλάξεων είναι απρόβλεπτος, ενώ η αντιμετώπισή της, τουλάχιστον με τις ήδη εφαρμοζόμενες στρατηγικές, γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη. Συνεπώς τα επιδημικά κύματα της νόσου φαίνεται ότι δεν θα σταματήσουν στο προβλεπτό μέλλον. Δεν πρέπει λοιπόν να μας προκαλεί έκπληξη κάθε νέο κύμα που εμφανίζεται καθώς και όσα θα ακολουθήσουν, ούτε πρέπει να περιμένουμε (ή να διαδίδουμε) ότι η επιδημία τελειώνει. Τα βαριά περιστατικά ελπίζουμε να είναι γενικά λιγότερα, άρα τα συστήματα περίθαλψης να επαρκούν, η αυξημένη συχνότητα απουσίας από την εργασία λόγω νόσου όμως θα είναι το νέο πρόβλημα στην οικονομία. Και όλα αυτά χωρίς να υπολογίσουμε το απρόβλεπτο των μεταλλάξεων.   

Τι πρέπει να γίνει;

Μέτρα δημόσιας υγείας προφανώς εξακολουθούν να λαμβάνονται σε κάθε επιδημικό κύμα ανάλογα με την ένταση και τα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά του και με βασικό στόχο την προστασία των ευάλωτων ομάδων.

Ομως ο μη ορατός ακόμη χρόνος λήξης της επιδημίας καθώς και η εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών, όπου φάνηκε η ικανότητα αναπνευστικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων να προκαλούν επιδημίες (SARS, MERS, γρίπη Η1Ν1, γρίπη των πουλερικών κ.λπ.), αλλάζουν τα δεδομένα: Δεν έχουμε μόνο μια οξεία κατάσταση, μια υγειονομική κρίση, που ελπίζουμε να τελειώσει σύντομα, αλλά πλέον μεταβαίνουμε και προς μια «νέα κανονικότητα» όπου αναδεικνύεται η ανάγκη μετασχηματισμού δομών και λειτουργιών της κοινωνίας ώστε να ενσωματωθούν μέτρα και συμπεριφορές που θα προφυλάσσουν από τα νοσήματα αυτά, και εν προκειμένω από τον COVID-19.

Η χρήση μάσκας, η υγιεινή των χεριών, η αποφυγή συνωστισμού και φυσικά ο εμβολιασμός αποτελούν τα ατομικά μέτρα προστασίας που πρέπει να ενσωματωθούν στη νέα κανονικότητα, να υιοθετήσουμε δηλαδή μια νέα συμπεριφορά: όπως φοράμε καπέλο για να προφυλαχθούμε από τον ήλιο κι αυτό είναι μια μόνιμη συνήθεια, φοράμε και μάσκα για να προφυλαχθούμε από τον COVID-19 και τα άλλα αναπνευστικώς μεταδιδόμενα νοσήματα.

Αντίστοιχα η οργανωμένη κοινωνία πρέπει να υιοθετήσει νέες νόρμες και κοινωνικές συμπεριφορές, να ρυθμίσει θέματα όπως τα ωράρια εργασίας, η τηλεργασία, οι χωρητικότητες των κοινόχρηστων χώρων, οι προδιαγραφές εξαερισμών κ.λπ., όπου τυχόν αλλαγές πρέπει να ενσωματωθούν με τέτοιο τρόπο, σε τέτοιο βαθμό και σε τέτοιο μείγμα ώστε η κοινωνία να μπορέσει να λειτουργήσει αποτελεσματικά και ασφαλώς. Ως παράδειγμα, αντίστοιχο του γνωστού πιστοποιητικού πυρασφάλειας που εκδίδεται υποχρεωτικά μπορεί να είναι και η υιοθέτηση ένος πιστοποιητικού «αντι-COVID ασφάλειας» μετά από εκτίμηση του κινδύνου και να αφορά τον εξαερισμό, τη χωρητικότητα κ.λπ. Η κοινωνία πρέπει να λειτουργήσει, τα έκτακτα περιοριστικά μέτρα δεν μπορεί να εφαρμόζονται μακροχρόνια. Αυτό που απαιτείται είναι ο μετασχηματισμός δομών και λειτουργιών, προσαρμοσμένες στη νέα υγειονομική πραγματικότητα, και αυτό είναι ευθύνη κυρίως της πολιτείας.

Μια παρεμφερής συζήτηση που έχει αρχίσει, χωρίς δυστυχώς ακόμη να επηρεάζει τις παγκόσμιες πολιτικές, είναι η ανάγκη για κατανόηση της επίδρασης στην υγεία και την ευημερία αυτού καθαυτόν του τρόπου ανάπτυξης της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας. Ειδικότερα ο υπερπληθυσμός, οι τεράστιες κοινωνικές ανισότητες, η αποψίλωση δασών και ζούγκλας, η εντατικοποίηση στην κτηνοτροφία και γενικά στην παραγωγή τροφίμων, η ελάττωση της βιοποικιλότητας, οι μετακινήσεις ανθρώπων, ζώων και αγαθών αποτελούν χαρακτηριστικά αυτής της κοινωνίας με έντονη επίδραση στην υγεία. Οι επιδημίες που βιώνουμε φοβάμαι ότι δεν είναι τίποτε άλλο από συμπτώματα αυτής της γενικότερης κρίσης στην οποία έχει ήδη εισαχθεί η παγκόσμια κοινωνία και ευθύνη της επιστημονικής κοινότητας είναι η κατά προτεραιότητα μελέτη της, των υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας η εφαρμογή της στρατηγικής της Ενιαίας Υγείας, αλλά και των πολιτικών συστημάτων η υιοθέτηση λύσεων.

Ο Αλκιβιάδης Βατόπουλος είναι καθηγητής Μικροβιολογίας

στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής